ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ ΕΔΩ http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=109877
Η συγκλονιστική και βαθιά πολιτική ομιλία της Χέρτα Μίλερ, φετινής αποδέκτριας του Νόμπελ Λογοτεχνίας, χθες στη Σουηδική Ακαδημία των Νόμπελ στη Στοκχόλμη
Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ενας βαθύτατα σπαρακτικός, ξεκάθαρα πολιτικός, απέραντα ανθρωπιστικός λόγος, ενάντιος σε κάθε φασισμό, κεντημένος από αυτοβιογραφικές αναμνήσεις κι από ποιητικά υλικά, ήταν η χθεσινή ομιλία της φετινής αποδέκτριας του Νόμπελ Λογοτεχνίας, Χέρτα Μίλερ, στη Σουηδική Ακαδημία.
Η ρουμανικής καταγωγής ποιήτρια, πεζογράφος και δοκιμιογράφος Χέρτα Μίλερ αυτοπροσδιορίζεται -όχι τυχαία- ως Γερμανίδα πολίτης. Χθες, κατά την ομιλία τηςΕξ ου και η αναφορά της στο ρητό του παππού της: «Οταν οι σημαίες ανεμίζουν, η κοινή λογική γλιστράει μέσα στις τρομπέτες».
Η 56χρονη, ρουμανικής καταγωγής, Γερμανίδα ποιήτρια, πεζογράφος και δοκιμιογράφος Μίλερ χρειάστηκε μόνον το εύρημα ενός «βατιστένιου μαντιλιού» για να ανατρέξει στα δεινά του καθεστώτος Τσαουσέσκου και τις ημέρες τρόμου που έζησε η ίδια υπό την ασφυκτική πίεση της Σεκουριτάτε, να αντιπαραθέσει τη σωματική ταπείνωση που επιβάλλουν τέτοια καθεστώτα με την ανθρώπινη τρυφερότητα και να ανακηρύξει εσαεί νικητές ενάντια σε κάθε απολυταρχία όσους αναπτύσσουν προσωπικούς τρόπους αντίστασης, βρίσκοντας παρηγοριά είτε στα βατιστένια μαντίλια κάποιας μάνας είτε στις λέξεις.
Τα μαντιλάκια, το κόκκινο ακορντεόν ενός θείου της που κατέληξε ναζί, οι σκάλες στο ρουμανικό εργοστάσιο ρούχων όπου εργαζόταν όταν άρχισε να την καταδιώκει η Σεκουριτάτε, ήταν όλα αντικείμενα που χρησίμευσαν στη Μίλερ για να αναπτύξει την ομιλία της. Και αντιπαραβάλλοντας τον αρθρωμένο λόγο με τις νοερές λέξεις, να εξηγήσει πώς έγινε λογοτέχνις: «Αντέδρασα στον θανάσιμο φόβο με δίψα για ζωή. Με πείνα για λέξεις...».
Η ομιλία της ξεκίνησε με μια μνήμη. Κάθε φορά που έφευγε για το σχολείο, η μάνα της εξέφραζε εμμέσως την τρυφερότητά της ρωτώντας «έχεις πάρει μαζί σου μαντίλι;». Στον αντίποδα του άρρητου κώδικα που επιβεβαίωνε την αγάπη και την οικογενειακή ασφάλεια, η Μίλερ αντέταξε τον τρόμο της απόλυτης ανασφάλειας όταν, αργότερα, πήγαινε στο εργοστάσιο «προετοιμασμένη να αντιμετωπίσω καθημερινά οτιδήποτε -και τον θάνατο».
Και μόνον η περιγραφή των τριών επισκέψεων που είχε δεχτεί από αξιωματούχο της Σεκουριτάτε αποδεικνύουν τη λογοτεχνική της δεινότητα: ο τρόμος αναδύεται, σαν σε φιλμ νουάρ, σταδιακά, καθώς ο «γιγαντιαίος, χοντροκόκαλος άνδρας με τα αστραφτερά μπλε μάτια» καταλήγει να εκβιάσει ανοιχτά τη νεαρή εργαζόμενη «να συνεργαστεί». Η άρνησή της σήμανε έναν ακήρυχτο αδυσώπητο πόλεμο: μέχρι να απολυθεί οριστικά πέρασε τότε μερικές βδομάδες υπό τρομακτική ψυχολογική βία: έχασε το γραφείο της, μετά την εμπιστοσύνη των φίλων της στους οποίους «κάποιοι» είχαν διαρρεύσει τη φήμη ότι είναι «προδότρια» («στα μάτια τους ήμουν ό,τι ακριβώς είχα αρνηθεί να γίνω»). Αστεγη, εγκαταστάθηκε πεισματικά σ' ένα αυτοσχέδιο γραφείο στο κλιμακοστάσιο. Και τότε βρήκε την απόλυτη ελευθερία στις λέξεις που δεν άρθρωνε, αλλά σκεφτόταν. Εγένετο λογοτεχνία...
Πιο πριν, στην ομιλία της, η Χέρτα Μίλερ ανέτρεξε και σε άλλες απολυταρχίες, αποδεικνύοντας την ανθρώπινη ικανότητα να αντέχει στα δεινά, ακόμα και με μια «παρηγοριά φτιαγμένη από βατίστα». Ενα μαντιλάκι που πρόσφερε μια Ρωσίδα μάνα στον εξόριστο σε σοβιετικό στρατόπεδο, Ρουμάνο αντικαθεστωτικό, μετέπειτα ποιητή Οσκαρ Παστιόρ, είχε κάνει κι εκείνον να ξαναποκτήσει εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο είδος. Ετσι έσωσε και τη γιαγιά της Μίλερ, η ικανότητά της να ξεχνάει πως ο γιος της, σκληροπυρηνικός του ναζισμού, είχε καταταγεί εθελοντής στα SS: από τον «θείο Μετζ» της Χέρτα Μίλερ δεν έμεινε άλλη ανάμνηση παρά δύο φωτογραφίες (μία του γάμου του και μία της ακρωτηριασμένης σορού του σε μια κουβέρτα) κι ένα ακορντεόν. Από τον παππού της η νομπελίστα κράτησε παρακαταθήκη το ρητό του...
«Καθημερινά βλέπει κανείς πως η κοινή λογική των "προφητών" γλιστράει μέσα στην τρομπέτα, αυτή που εγώ αποφάσισα να μη φυσήξω ποτέ», είπε. Και περιέγραψε πώς ανακάλυψε την ελευθερία στις λέξεις: «Ο ήχος των λέξεων γνωρίζει πως δεν έχει άλλη επιλογή από το να σαγηνεύσει (..) Η συγγραφή δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης, αλλά εντιμότητας της απάτης».
Οι νοερές λέξεις και οι κρυφές χειρονομίες είναι «καταφύγιο» για τη Μίλερ, που περιέγραψε μια συγκλονιστική σκηνή, όταν η Σεκουριτάτε ανέκρινε τη μάνα της. Οσο περίμενε έγκλειστη στο γραφείο ενός αξιωματούχου η μάνα της «αντικαθεστωτικής», σφουγγάρισε το πάτωμα με το βατιστένιο της μαντίλι. «Επρεπε να περάσω την ώρα μου», εξήγησε αργότερα στην κόρη της. Κι εκείνη τώρα, λίγο προτού παραλάβει το Νόμπελ, ευχήθηκε: «Να μπορούσα σε όσους στερούνται την αξιοπρέπειά τους από δικτατορίες να χαρίζω την ερώτηση: "Εχεις πάρει το μαντίλι σου;"» *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου