«Εμείς που μείναμε Άνοιξη, δεν ξαναγραφτήκαμε ποτέ σε άλλο κόμμα. Στις 30 Ιουνίου 1993 πολλοί από εμάς περνούσαμε για πρώτη φορά κομματικό κατώφλι γιατί πιστέψαμε στον Αντώνη Σαμαρά όσο σε κανέναν άλλον. Πιστέψαμε στις θέσεις του για τη Μακεδονία, οι οποίες αδικήθηκαν από την ανακολουθία και την αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική. Πιστέψαμε στην ‘‘υπέρβαση’’, στη λέξη με την οποία ταυτίστηκε ο ίδιος, επιχειρώντας από τότε, δεκαέξι χρόνια πριν, να καταδείξει την ανάγκη να ξεπεράσουμε τα κομματικά συρματοπλέγματα, να ενώσουμε το «Βερολίνο» μας και αλλάξουμε τον τόπο. Πιστέψαμε τότε ότι το τέλος της πρώτης μεταπολίτευσης είχε πράγματι επέλθει, ότι δηλαδή η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί και ότι άλλα ήταν τα προβλήματα πλέον που θα όφειλαν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί. Πιστέψαμε, αν θέλετε, τον ποιητή, το νομπελίστα Ελύτη, που είχε βάλει το χέρι του στη φωτιά με μια του μόνο φράση: «Από μια τέτοιαν άνοιξη έχει ανάγκη ο τόπος».
Θυμάμαι πάντα τον διπλωμάτη Μανώλη Καλαμίδα και τον αριστερό Ανδρέα Λεντάκη. Για μένα –και για πολλούς άλλους- ήταν προσωπικότητες σπουδαίες, που ο πρόωρος χαμός τους ήταν χαλάζι μέσα στην άνοιξη. Όταν χάθηκαν, δυστυχώς νωρίς νωρίς, η Πολιτική Άνοιξη έχασε την κολώνα και το δοκάρι της. Ήταν σύμβολα για εκείνη την προσπάθεια. Ήταν τα τεκμήρια της μετριοπάθειας και της συμφιλίωσης που έφερνε στο πολιτικό προσκήνιο η Πολιτική Άνοιξη.
Περιμένουμε πολλά από τον πρόεδρο, πια, Σαμαρά. Για μας το θέμα δεν ήταν απλώς να γίνει πρόεδρος, αλλά να κάνει πράξη όσα εδώ και χρόνια πιστεύουμε. Ο ίδιος είχε μιλήσει πρώτος, μπροστά από την κοινωνία, για άμεση εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό, για θεσμοθέτηση ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας του υπουργού και του βουλευτή, για αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών ώστε να προστατεύονται οι βουλευτές μόνο από αδικήματα που αφορούν το λειτούργημά τους, για προκήρυξη δημοψηφισμάτων σε κρίσιμα εθνικά ή κοινωνικά θέματα, για επιβολή υποχρεωτικής παρουσίας των βουλευτών στις συνεδριάσεις της Βουλής με ποινή μείωσης του μισθού, για δημοκρατική οργάνωση και διαφάνεια στο κόμμα, για ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από τον φυσικό της χώρο, για διακομματικό γνωμοδοτικό συμβούλιο στρατηγικού σχεδιασμού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, για εφαρμογή προγραμμάτων επταετούς διάρκειας για την Υγεία, την Παιδεία, το Περιβάλλον και τον Αθλητισμό.
Και τώρα, δεκαέξι χρόνια μετά, όλα αυτά παραμένουν ακόμη αιτήματα της κοινωνίας και της πολιτικής. Και ο Σαμαράς καλείται να δώσει καινούριο νόημα στην ύπαρξη της ΝΔ, να τολμήσει πια τα αυτονόητα, να αλλάξει τη διάσταση των πραγμάτων στο κόμμα και στο πολιτικό προσκήνιο.
Εμείς που μείναμε Άνοιξη, δεν ξαναγραφτήκαμε ποτέ σε άλλο κόμμα. Επιλέξαμε την πολιτική καλογερική από αγνή πρόθεση και κάποιου είδους ρομαντισμό. Μόνο τώρα, ορισμένοι από εμάς, όσοι «καταγόμαστε» πολιτικά από τη Νέα Δημοκρατία, γραφτήκαμε για να ψηφίσουμε πάλι τον Αντώνη. Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι, διασκορπισμένοι, στην πολιτική ‘‘αυτοεξορία’’ που τους όρισαν η κομματοκρατία, τα Χρηματιστήρια, τα Βατοπαίδια, οι κουκούλες, οι Ρουσόπουλοι, οι Βουλγαράκηδες, η «κερδοσκοπική πολιτική», η πολιτική της ιδοτέλειας. Αυτοί είναι η Ελλάδα της ελπίδας, μια Ελλάδα αθόρυβη και δυναμική συνάμα. Και με μεγάλες προσδοκίες από έναν σπουδαίο πολιτικό άνδρα. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Λ.Ξ.»
Για την αντιγραφή
Γιάννης Θ. Κεσσόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου