Σάββατο 6 Μαρτίου 2010
Εμείς (οι πολίτες) θα πάρουμε τίποτε;
Απαγορεύτηκε η… 25η Μαρτίου!
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
Μάθημα ηγεσίας
Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 1940. Τρίτη μέρα του πολέμου. Τα στρατεύματά μας δεν έχουν περάσει ακόμη στην αντεπίθεση. Οι Ιταλοί διατηρούν την πρωτοβουλία. Στον παραλιακό τομέα και στην Πίνδο προχωρούν. Μόνο στο κέντρο, στην γραμμή Καλαμάς-Καλπάκι έχουν αναχαιτισθεί. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς καλεί, στο Γενικό Στρατηγείο (στο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρεταννία") τους εκδότες και αρχισυντάκτες των εφημερίδων και "κεκλεισμένων των θυρών" τους ενημερώνει για το πώς φτάσαμε σε πολεμική αναμέτρηση με την φασιστική Ιταλία...
Ἰδιόγραφο σημείωμα τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ
Κύριοι, Έχω λογοκρισίαν [1] και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι' αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων. Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ' οποιονδήποτε. Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη διά τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον λόγον σας...
Mη νομίσητε ότι...
η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι [2] ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι' όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι [3].
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου [4]. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν διά να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ' ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν διά να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών [5].
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την "Νέαν Τάξιν" [6]. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ "ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος".
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως "ασήμαντοι" εμπρός εις τα "οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα" τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι' όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο "εις το ελάχιστον δυνατόν". Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς [7].
Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ' ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος διά τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Δεν δύναμαι αφ' ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται διά την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία διά vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ' εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο διά την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες [8]. Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία είχεν φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Tο Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τόν Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τα νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η "Δημοκρατική" θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "δευτέρας" Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της.
Έζησα κύριοι την περίοδον του Εθνικού Διχασμού που εδημιουργήθη το 1916 όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνον από μίαν νέαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 πρέκυψε συνεπεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως την εσκιαγράφησα δεν θα είναι καν διχασμός, αλλά τριχοτομισμός. Toν κίνδυνον αυτόν τον θεωρώ κύριοι, διά το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας.
Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν. Υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μη προκαλέση, μεν, με κανένα τρόπο κανένα, αλλά και με κανένα τρόπο να μη υποκύψη. Προ παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ήδη δε, η απόφασίς της αυτή και η πολιτική της αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, χάρισαν στον τόπο και στον λαό μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεως του: Αυτή η πολιτική έδωσεν εις τον λαόν την απόλυτη ψυχική, και πανεθνική ένωσί του [9]. Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες που προδικάζουν την τελική μας νίκη. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων [10]. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλ' εν πάση περιπτώσει αυτήν την εποχήν τουλάχιστον προς το παρόν δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνο με κοσμοκρατορίαν.
Αλλ' η κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στην Δουνκέρκη[11]. Ο πόλεμος διά τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: "Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης" [12]. Αλλά επί πλέον και ημείς οι Έλληνες πρέπει να γνωρίζωμεν ότι δεν πολεμούμεν μόνον διά την νίκην, αλλά και διά την δόξαν [13]. Δεν ξέρω αν κανείς αντιβενιζελικός από σας είναι πάντοτε αδιάλλακτος. "Είμαι εγώ, κύριε Πρόεδρε", απήντησεν ο παριστάμενος παλαίμαχος και αδιάλλακτος αρθρογράφος του αντιβενιζελικού τύπου κ. Κρανιωτάκης [14].
Λοιπόν ακούστε διά να συνεννοηθούμε. Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν δεν είχομεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς διά την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική, πολιτική των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών αγγλικών ευθυνών [15]. Αλλά τας ευθύνας της αυτάς η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφαστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρήται διά τον Άξονα ανέφελος ούτε προς Ανατολάς και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης [16]. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον υπέρ ποτέ είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήριο. Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω φεύγοντες από την αίθουσαν αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της.
Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμις, όταν δε προχθές έγινεν η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξιν ήκουσα εις σχετικήν ερώτησίν μου την απάντησιν, ότι τα επιδραμόντα αεροπλάνα ήσαν μόνον ιταλικά [17]. Αυτό φθάνει να σας δώση να καταλάβετε με ποιες ιδέες μπήκα στον πόλεμο. Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν. Διότι είναι ελεύθερος και απερίσπαστος εις την φυσικήν ευθυκρισίαν και υπερηφάνειαν, εφ' όσον δεν εδόθη ευκαιρία να θολωθή η κρίσις του δι' αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών. Εκάμαμεν ότι ήτο δυνατόν διά να μη έχωμεν το παραμικρόν άδικον. Και θα εξακολουθήσωμεν την ιδίαν τακτικήν μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλαι αι αποδείξεις της ιταλικής ενέδρας εκ προμελέτης. Όταν τελειώσω μπορείτε να τα δείτε. Περιττόν να πάρετε σημειώσεις. Συντομώτατα θα δημοσιευθούν εις την Λευκήν Βίβλον, η οποία διέταξα να εκδοθή το ταχύτερον. Δεν σας κρύβω κύριοι, ότι η κατάστασις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίαι μεγάλαι. Διά να μη δώσω ευκαιρίαν προς την επιζητουμένην διά παντός τρόπου αφορμήν κατασυκοφαντήσεώς μας, ευρέθην υποχρεωμένος να πάρω μίαν απόφασιν εξόχως σοβαράν. Να μην κάμω την επιστράτευσιν, όταν από καιρού την εζήτησε και εξηκολούθησεν επανειλημμένως να μού την ζητά το Επιτελείον... [18]
Ο ιταλικός όγκος λοιπόν ευρήκεν απέναντι του δυνάμεις πάρα πολύ ασθενείς, τουλάχιστον διά την κρούσιν των πρώτων ημερών. Ο ρόλος σας είναι σήμερον μεγάλος και επισημότατος. Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνη. Διότι άλλως αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντος σας, το οποίον είναι να συντηρήσητε την ιερή φλόγα του ελληνικού λαού, να βοηθήσητε τον μαχόμενον Στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ότι και αν αισθάνεσθε δι' αυτήν. Πρέπει να πιστεύσητε σεις διά να μπορέσετε να μεταδώσητε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον Ελληνικόν λαόν, και από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν.
Θέλω ακόμη να σας ειπώ κάτι. Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον εις τας εφημερίδας, ανακοινωθέν από του Υπουργείου Εξωτερικών [19]. Λοιπόν επειθυμώ να σας τονίσω τούτο: εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές. Και κάτι άλλο. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν...
Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009
Μια ακόμη πομπή του Αττίλα




Είδαν το σπίτι τους στο Βαρώσι, 35 χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης
Διαδικτυακή επιστροφή
Με ένα κλικ, βρέθηκαν στο σπίτι τους: η οικογένεια Γιώργου Θεοδώρου άνοιξε χτες τον υπολογιστή της, συνδέθηκε με το διαδίκτυο και έφτασε στο σπίτι της στην Αμμόχωστο με 24 φωτογραφίες
Το 1987, ο Hans Ackerman, Αυστριακός ειρηνευτής στη Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ) ανέβηκε στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας Ριβιέρα, όπου στεγάζεται το αρχηγείο του 4ου τομέα ελέγχου της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στην Αμμόχωστο ή όπως επισήμως καλείται μετά το 1974, Στρατόπεδο Στρατηγού Στεφανίκ. Εκεί, ο Αυστριακός ειρηνευτής έσπασε την σφραγισμένη πόρτα του διαμερίσματος υπ' αριθμόν 31 και εισήλθε στο εσωτερικό του, βλέποντας μια άλλοτε κατοικία ανθρώπων να έχει μετατραπεί σε περιστεριώνα. Είκοσι ακριβώς χρόνια μετά, μία 23χρονη καλλιτέχνις από την Σλοβακία, φτάνει στην Αμμόχωστο και μπαίνει μέσα στο ίδιο εκείνο σπίτι, καθώς κατά πάσα εύλογη πιθανότητα, όλα τα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας-αρχηγείου παρέμειναν σφραγισμένα, με εξαίρεση τους δύο πρώτους ορόφους, όπου και φιλοξενείται η δύναμη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Αυστριακός ειρηνευτής απευθύνθηκε στην Πρεσβεία της Κύπρου στη Βόννη, ζητώντας πληροφορίες για τις τύχες μιας οικογένειας, τις φωτογραφικές αναμνήσεις της οποίας περισυνέλεξε ανάμεσα σε περιττώματα περιστεριών εντός του διαμερίσματος. Ο τότε διπλωμάτης στην Πρεσβεία της Βόννης και νυν πρέσβης της Κύπρου στην Ουάσιγκτον, Εύρος Ευρυβιάδης, αναγνώρισε στις φωτογραφίες που είχε μαζέψει ο Αυστριακός ειρηνευτής, τον τότε λειτουργό στην Υπηρεσία Εκλογών και νυν διευθυντή στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Γιώργο Θεοδώρου. Κάπως έτσι, οι αναμνήσεις μιας οικογένειας βρήκαν τον δρόμο να φτάσουν σε εκείνους, στους οποίους σήμαιναν κάτι τι πιο ουσιαστικό από την φθορά που φέρει η διαδρομή του χρόνου. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά το 1987, διαφορετικές φωτογραφίες, φτάνουν στην ίδια οικογένεια, σημαίνοντας όχι τη νοσταλγία των ευτυχισμένων ημερών τους στην Αμμόχωστο, αλλά την αδιαπραγμάτευτη παροντική πληγή της αδυναμίας να φτάσουν στο σπίτι τους.
Βαρωσιώτικες αναζητήσεις
Το email με τη διεύθυνση www.flickr.com/photos/34033431@N02/show/ κυκλοφορούσε από την περασμένη Κυριακή μεταξύ Αμμοχωστιανών, οι οποίοι σε καθημερινή βάση συνηθίζουν να κάνουν google τις λέξεις Varosha και Famagusta. Η ιστοσελίδα της γνωστής εταιρείας φιλοξενίας φωτογραφιών, πρόβαλλε φωτογραφίες του μέλους της betakarotenova, σε τρεις θεματικές ενότητες. Η μεγαλύτερη εξ αυτών των θεματικών ενοτήτων, με σύνολο 44 φωτογραφίες, φέρει το όνομα Varosha, Cyprus. Και από τις 44 φωτογραφίες της betakarotenova, οι 24 απομνημονεύουν το σπίτι της οικογένειας του Μιχάλη Κόκκινου, πενθερού του Γιώργου Θεοδώρου. Χτες, στις προσωρινές εγκαταστάσεις του σωματείου Ανόρθωσις Αμμοχώστου, ο διευθυντής του προσφυγικού σωματείου Ανδρέας Βραχίμης έβλεπε για πολλοστή φορά τις φωτογραφίες αυτές στην ιστοσελίδα του flickr. Από το Σάββατο το πρωί της 8ης Αυγούστου είχε ενημερωθεί από τον αδελφό του για το ανέβασμα των φωτογραφιών στο διαδίκτυο, το οποίο συνέβη τον περασμένο Φεβρουάριο. Και από τα γενικά πλάνα κτηρίων της περίκλειστης πόλης, ο Ανδρέας Βραχίμης είχε αναγνωρίσει το δικό του σπίτι επί της οδού Αργυρού Νικόλα. Συναντώντας χτες, στα γραφεία της Ανόρθωσις, τον εκτελεστικό σύμβουλο του σωματείου, Ντίνο Τουμαζή, ο Ανδρέας Βραχίμης ρώτησε τον κατά λίγα χρόνια μεγαλύτερό του στην ηλικία άντρα, αν γνωρίζει το νιόπαντρο ζευγάρι της φωτογραφίας, στο οποίο λογικά θα έπρεπε να ανήκει και το εγκαταλειμμένο διαμέρισμα. Η απάντηση του Ντίνου Τουμαζή δεν έφτασε αμέσως. Μετά από λίγο όμως, προσδιόρισε στη φυσιογνωμία του εικονιζόμενου, τον Γιώργο Θεοδώρου. Μόλις αναγνωρίστηκε η ταυτότητα του εικονιζόμενου, ο Ανδρέας Βραχίμης κάλεσε τον Γιώργο Θεοδώρου στο τηλέφωνο, για να τον πληροφορήσει για την ύπαρξη των φωτογραφιών, προειδοποιώντάς τον "να πιει βάλιουμ πριν να ανοίξει την ιστοσελίδα". Κάπως έτσι, η οικογένεια του Γιώργου Θεοδώρου έμελλε να υποστεί το χειρότερο είδος επιστροφής στο σπίτι της: μια ψηφιακή επιστροφή, σημαινόμενο της οποίας δεν είναι ούτε η νοσταλγία των ημερών πριν τον εκτοπισμό ούτε η διαφθορά του χρόνου, αλλά απλώς η απελπισία, που αφήνει η αδυναμία να φτάσει κανείς στο σπίτι του.
Μια Σλοβάκα στο Βαρώσι
Το ψευδώνυμο betakarotenova του χρήστη, που εμφανίζεται στην ιστοσελίδα του flickr, όπου βρίσκονται οι φωτογραφίες από το σπίτι του Μιχάλη Κόκκινου, δεν συνοδεύεται από τα πραγματικά στοιχεία εκείνου που ανέβασε τις φωτογραφίες στο διαδίκτυο. Επαναλαμβάνεται ωστόσο το ίδιο ψευδώνυμο, στην ιστοσελίδα youtube, φιλοξενώντας τις εικαστικές εργασίες μιας Beata Kolbasovska, 25χρονης σήμερα, εικαστικού καλλιτέχνιδας από την πόλη Κόζιτσε της Σλοβακίας. Δεδομένου του γεγονότος ότι τον 4ο τομέα επιτήρησης της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, δηλαδή εκείνον της Αμμοχώστου, ανέλαβαν από τον Ιούνιο του 2001, δυνάμεις υπό σλοβακική, ουγγρική και κροατική διοίκηση (αντικαθιστώντας την προηγούμενη σλοβενική, αυστριακή και ουγγρική διοίκηση), θα μπορούσε να εξαχθεί το επισφαλές συμπέρασμα ότι η Μπεάτα Κολμπάσοφσκα, προσκλήθηκε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2007 από ομοεθνή της, που υπηρετούσε στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Οπότε η εικασία, θα μπορούσε να γραφτεί ως εξής: φτάνοντας στην περίκλειστη πόλη, η Μπεάτα Κολμπάσοφσκα εισήλθε στο εσωτερικό του μόνου διαμερίσματος, οι πόρτες του οποίου δεν ήταν σφραγισμένες με ξύλα και σίδερα. Εκεί τράβηξε 24 φωτογραφίες.
Η πληγή της εικόνας
Το email με τη διεύθυνση της ιστοσελίδας, όπου έχουν ανεβεί οι 24 φωτογραφίες από το σπίτι της οικογένειας Κόκκινου, έφτασε χτες και στον "Π". Προηγουμένως, η πληροφορία για την ύπαρξη των φωτογραφιών είχε ήδη φτάσει στον γράφοντα. Συνομιλώντας με την Μαρίνα Θεοδώρου, σύζυγο του Γιώργου Θεοδώρου και κόρη του Μιχάλη Κόκκινου, κάθε μια φωτογραφία από την εγκατάλειψη και τη διαφθορά του χρόνου, που αποπειράθηκε να συλλάβει η φωτογράφος, νοηματοδοτήθηκε. Ο μπουλούκος-γάτα χρησίμευε ως πιτζαμοθήκη και ήταν δώρο της μητέρας της από το Λονδίνο, όταν ο Μιχάλης Κόκκινος πήγε στην πρωτεύουσα της Αγγλίας για να λάβει αναγνωρισμένο πτυχίο Αρχιτεκτονικής, καθώς είχε σπουδάσει μέσω αλληλογραφίας. Το εφηβικό δωμάτιο της Μαρίνας Θεοδώρου ήταν επίσης παρόμοια με τις μνήμες της τοποθετημένο στον χώρο. Το κρεβάτι παρέμεινε ακίνητο παράλληλα στη θάλασσα με όλα τα παράθυρα απέναντί του να βλέπουν γαλάζιο. Η ψωμοθήκη της γιαγιάς στην κουζίνα έμεινε στην ίδια θέση που την είχαν αφήσει το 1974, με τα άδεια ράφια στο πλάι της να θυμίζουν τον χώρο που φιλοξενούσε κάποτε τον καφέ και τη ζάχαρη. Ένα άδειο κάδρο της Σλοβάκας φωτογράφου θυμίζει στη Μαρίνα Θεοδώρου μια φωτογραφία που τραβήχτηκε εκεί με την ίδια πρωταγωνίστρια ως νύφη. Και στο καθιστικό, η μπλε πολυθρόνα χωρίς μαξιλάρες χάσκει ηλίθια σε έναν χώρο που φιλοξενεί όχι πια οικογένειες ανθρώπων, αλλά πουλιών. Ο Γιώργος Θεοδώρου είναι ο πατέρας μου. Η Μαρίνα Θεοδώρου το γένος Κοκκίνου είναι η μητέρα μου. Ο Μιχάλης Κόκκινος είναι ο παππούς μου, ο οποίος ακόμα δεν έχει πληροφορηθεί την ύπαρξη των πρόσφατων φωτογραφιών από το σπίτι του. Εγώ είμαι ο δημοσιογράφος που μεταφέρει την είδηση.
Κυριακή 19 Ιουλίου 2009
ΕΛΔΥΚ '74: Ελλάδα, συγγνώμη, αν θες ν’ αλλάξω γνώμη…

Τρεις συγκλονιστικές μαρτυρίες πολεμιστών της ΕΛΔΥΚ ‘74
Ο αγώνας δεν σταμάτησε. Οι αρτιμελείς δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται για τους τραυματισμένους προκειμένου να φροντίσει η πολιτεία έστω όσους έμειναν τελείως ανήμποροι μετά τον πόλεμο στην Κύπρο.
-----------------
“Μέσα από αυτά τα γεγονότα εγώ σα νέος δεν έζησα. Αναγκάστηκα να σκέφτομαι σαν πενηντάρης, να ζω με ορισμένα πράγματα που ήταν μόνο για τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να τα εξωτερικεύσω τότε διότι κανείς δεν θα με καταλάβαινε”. Αυτή ήταν η κατακλείδα της συγκλονιστικής αφήγησης του Γιάννη Χατζηπαρασκευαΐδη, δεκανέα της 105 σειράς, στο 2ο Λόχο της ΕΛΔΥΚ, που πολέμησε στην πρώτη γραμμή κατά τη δεύτερη κυρίως φάση της τουρκικής εισβολής στη «γη της λεμονιάς, της ελιάς», στην Κύπρο το 1974.
Το να ακούς έναν από τους τελευταίους Έλληνες που έδωσαν τον εαυτό τους για την πατρίδα να μιλά γι’ αυτό που έζησε, είναι ούτως ή άλλως μοναδική εμπειρία. Ιδίως όταν πρόκειται για ανθρώπους παραμελημένους από πατρίδα - πολιτεία – κράτος, για ιστορίες θαμμένες χάριν σκοπιμότητας στα συρτάρια της συλλογικής μνήμης, όταν πίσω από την πίκρα κρύβονται μεταπολεμικά ανθρώπινα δράματα.
Όταν γύρισαν στην Ελλάδα οι Ελλαδίτες πολεμιστές, έχοντας γράψει ηρωικές στιγμές αυτοθυσίας αποκλειστικά για ανιδιοτελή “ιδανικά”, εννιά μήνες μετά το μακελειό της 16ης Αυγούστου, αντί για τιμές και δόξες αποβιβάσθηκαν στο Λουτράκι ενώπιον… τελωνειακών υπαλλήλων που βρέθηκαν εκεί για να τους ελέγξουν! Το γεγονός προδιέγραφε και τη συνέχεια. Έπρεπε να περάσουν 24 χρόνια για να άρει η επίσημη Ελλάδα τη ρετσινιά του “πραξικοπηματία” από πάνω τους και να αναγνωρίσει ρηματικά (χωρίς κανένα προνόμιο ή δικαίωμα) το αυτονόητο –την ίδια την Ιστορία: ότι συμμετείχαν “από 20-7-1974 έως 20-8-1974 στη ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων το 1974 στην Κύπρο”. Χάρη στον Σύνδεσμο Βορειοελλαδιτών Πολεμιστών ΕΛΔΥΚ ’74 και στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλο, ο οποίος “πέρασε” από τη Βουλή το νόμο 2641/1998.
Ο αγώνας δεν σταμάτησε. Οι αρτιμελείς δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται για τους τραυματισμένους προκειμένου να φροντίσει η πολιτεία έστω όσους έμειναν τελείως ανήμποροι μετά τον πόλεμο στην Κύπρο. Κάπου φαίνεται να δικαιώνονται. Ήδη δικαιούνται, κατ’ εξαίρεση και κατά προτίμηση, διορισμό στο Δημόσιο για τους ίδιους ή ένα ενήλικο μέλος της στενής τους οικογένειας, ενώ στις 10 Οκτωβρίου αναμένεται να τους αποδοθούν μετάλια από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Επίσης, πριν από λίγους μήνες κατοχύρωσαν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη από τα στρατιωτικά νοσοκομεία της χώρας όσοι παραμένουν ανασφάλιστοι. Ωστόσο, θα συνεχίσουν να διεκδικούν όλα τα ευεργετήματα που ορίζουν οι σχετικοί νόμοι περί συμμετεχόντων στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως χρονικού περιορισμού.
Περί τους πενήντα, αισθανόμενοι δικαίως αδικαίωτοι, ήδη προχώρησαν σε αγωγές με αίτημα να τους καταβληθεί αποζημίωση για ηθική βλάβη, καθώς 32 χρόνια μετά το 1974 η πολιτεία εξακολουθεί να τους αγνοεί. Το δρόμο άνοιξε απόφαση του πρωτοδικείου Αθηνών, που δικαίωσε καταδρομέα καλώντας το Δημόσιο να του καταβάλει αποζημίωση 100.000 ευρώ. "…Η συμπεριφορά των οργάνων της ελληνικής πολιτείας απέναντί τους (…) ήταν κατάφωρα αντίθετη προς τις συνταγματικές εκείνες διατάξεις που επιβάλλουν το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου", αναφέρεται στην απόφαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την απόλυσή τους από το στρατό, τα πιστοποιητικά της στρατολογίας δεν ανέφεραν το παραμικρό "για την πολεμική τους δράση και την παρουσία τους στην Κύπρο, αντιθέτως προέκυπτε ότι υπηρέτησαν και απολύθηκαν από το στρατό ολοκληρώνοντας αδιαλείπτως τη στρατιωτική τους θητεία ειρηνικά στην Ελλάδα"!
Οι μαρτυρίες
Τρεις σειρές ενεπλάκησαν στα γεγονότα: η 103 που αναχώρησε «οριστικά» για την Ελλάδα στις 19 Ιουλίου και αναγκάστηκε να επιστρέψει την 21η Ιουλίου, η 105 που έφτασε εκεί τον Ιανουάριο του ’74 και η 107 που κατέφθασε στη Μεγαλόνησο ως «απαλλαγή» της 103 στις 19 Ιουλίου το μεσημέρι και το ξημέρωμα της επομένης μπήκε στον πόλεμο. Σύνολο 1.168 «αγνώστων στρατιωτών» της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου και 150 περίπου αξιωματικών.
Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων της 20-22 Ιουλίου και 14-16 Αυγούστου 1974, του Αττίλα 1 και του Αττίλα 2, χρησιμοποιούν ακόμη στρατιωτική ορολογία, διατηρούν πλήρως την αίσθηση του καθήκοντος κι όταν πηγαίνουν στην Κύπρο βλέπουν ακόμη «το στρατόπεδο, το ΚΨΜ, τον Αϊγιώργη»… Τρεις από αυτούς έδωσαν πληροφορίες στο «Έθνος», θυμήθηκαν ονόματα και γεγονότα, ανέσυραν από τα συρτάρια τους σπάνιες φωτογραφίες.
Ο Γιάννης Χατζηπαρασκευαΐδης, 55 ετών σήμερα, είναι επιχειρηματίας, παντρεμένος με δύο παιδιά. Δεκανέας της 105 σειράς έφτασε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974. Έχοντας την ειδικότητα του σιτιστή, τοποθετήθηκε στο 2ο Λόχο της ΕΛΔΥΚ ως συσσιτιάρχης. Συμμετείχε σε όλες σε όλες τις μάχες που έγιναν μέσα στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Οι δικοί του έμαθαν ότι ζει στις 21 Αυγούστου, όταν έδωσε συνέντευξη στο ΡΙΚ. Λόγω ενός οικογενειακού προβλήματος υγείας, αναχώρησε με άδεια στις 19 Ιουλίου για την Ελλάδα μαζί με την 103 σειρά.
«Αποβιβαστήκαμε στην Πάφο κατά τις 3.30’ το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου. Από κει αναχωρήσαμε τη νύχτα και στις 21 Ιουλίου βρεθήκαμε στο στρατόπεδο, αργά το βράδυ. Στις 12 τα μεσάνυχτα μας δώσανε κάτι όπλα, τα FN για πρώτη φορά, όμως δεν υπήρχαν κράνη… Αλλά δεν γράφονται αυτά…
-Κάποια στιγμή συνάντησα τον αρχιλοχία Μπενάκη αλλά δεν έμεινα κοντά του. Εάν έμενα εκεί… Δυο παιδιά έμειναν δίπλα του και την άλλη μέρα έπεσε μια ναπάλμ και τους έκαψε…
-Στις 22 Ιουλίου, γύρω στις 10.30’, ήρθε ένα σήμα ότι χτυπήθηκαν δυο παιδιά της 107 από τη Δεσκάτη Γρεβενών, ο Παπατσάνης Αθανάσιος και ο Χαλατσής. Πίσω από τα ορύγματα υπήρχε μια λάκα κι εκεί μέσα είχε πέσει ένας όλμος και τους είχε πετσοκόψει. Αυτό που είδα δεν περιγράφεται, δεν θα επεκταθώ περισσότερο γιατί αυτό που ζω από τότε όντως είναι κάτι πολύ ειδικό.
-Αυτό που έγινε στις 14, 15 και 16 Αυγούστου δεν περιγράφεται. Με βρήκε μέσα στο στρατόπεδο. Ήμασταν μόνο δυο λόχοι, ο 2ος και ο 4ος λόχος και ο Λόχος Διοικήσεως λίγο έξω από το στρατόπεδο. Ήμασταν οι προκεχωρημένοι.
Ήταν 13 το βράδυ – 14 το πρωί, έκανα έφοδο γύρω στις 4.30’ το πρωί. Τότε είδαμε τα πρώτα αναγνωριστικά αεροπλάνα. Δεν είχαμε επικοινωνία με τα άλλα ορύγματα. Δεν θέλω να σου πω πως επικοινωνούσαμε. Ντρέπομαι. Ειλικρινά στο λέω. Είναι ντροπή για το ελληνικό κράτος. Αλλά αυτή είναι και η πραγματικότητα. Επειδή δεν ήταν συνεχόμενα τα ορύγματα, επικοινωνούσαμε με ένα σύρμα και με έναν τενεκέ. Αλλά αυτό κάποια στιγμή μας πρόδωσε. Γιατί από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκαν τα σύρματα και αν δεν βρισκόταν ο δεκανέας Θανόπουλος Νικόλαος να μας ειδοποιήσει -εμένα και τον δεκανέα Βιτζηλαίο Μιχάλη- ότι υποχωρούμε δεν θα γλιτώναμε με τίποτα.
-15 Αυγούστου, στο διπλανό πολυβολείο, ο Μπαγιώργος Παναγιώτης. Τελείωσε η αρμάθα, σηκώνεται να πάρει καινούρια και του ‘ρχεται η σφαίρα στο μέτωπο…
-Όταν στις 16 του μηνός κάναμε αναφορά και είδαμε τις απώλειες υπήρχαν δυο παιδιά που δεν γνωρίζαμε αν σκοτώθηκαν ή ήταν αγνοούμενοι. Τι έγινε μ’ αυτούς; Στην προσπάθειά τους να πάρουν το πολυβόλο ήρθαν οι Τούρκοι και αυτοί κάνανε τους νεκρούς. Μετά τις 12 το βράδυ πέρασαν τις γραμμές τους και επέστρεψαν σε μας! Τα ονόματά τους ήταν Αθανασιάς Παναγιώτης, λοχίας από την Λάρισα, και Γυφτάκης Αναστάσιος.
-Στις 16 Αυγούστου, υποχωρώντας φτάσαμε στην πύλη του Συντάγματος όπου συναντήσαμε έναν ολόκληρο λόχο. Φορούσαμε αμερικάνικες στολές, όπως και οι Τούρκοι, κι ο υπολοχαγός Κόλιας, που ήταν επικεφαλής του συγκεντρωμένου λόχου, για να μπερδέψει τους Τούρκους έκανε νόημα ότι καταλάβαμε το στρατόπεδο. Έτσι σωθήκαμε. Θέλω να πω ότι ο Γιάννης Κόλιας ήταν από τους αξιωματικούς που πολέμησαν αλλά στη συνέχεια αδικήθηκαν».
Ο λοχίας Θανάσης Στάικος από τη Βέροια, στα 21 του χρόνια, αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974 με την 105 σειρά. Είχε καθήκοντα επιλοχία στον 4ο Λόχο και συμμετείχε σε όλες της μάχες της ΕΛΔΥΚ. Σήμερα είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Βορειοελλαδιτών Πολεμιστών της ΕΛΔΥΚ ’74. Είδε πολλούς συντρόφους του να πέφτουν στο πεδίο της μάχης, όπως για παράδειγμα τον λοχία Τσιπινιά από την Παναγιά Χαλκιδικής «που ήρθε στις 19 Ιουλίου στην Κύπρο, με την 107 σειρά, και στις 20 το βράδυ σκοτώθηκε δίπλα μου». Για το νεαρό αυτό παιδί, στις 13 του προσεχούς Αυγούστου, θα στηθεί στο χωριό του, μια τιμητική αναθηματική στήλη, έργο του Συνδέσμου με την υποστήριξη του κυπριακού προξενείου της Θεσσαλονίκης και του τοπικού δήμου ως ελάχιστη δικαίωση για τους πεσόντες. Ο Στάικος θυμάται τους συμπολεμιστές του…
“Πιστεύω ότι ο Κουτρούλης Στέφανος από το Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής με τον δεκανέα Ξένο Θεόδωρο, που θεωρούνται αγνοούμενοι, σκοτώθηκαν στις 16 Αυγούστου όταν μια βόμβα έπεσε στην αποθήκη πυρομαχικών. Την ίδια μέρα, ο αρχιλοχίας Σκαμπαρδώνης και ο Κελέσης Παύλος έχασαν τη ζωή τους ενώ βρισκόταν στο παρατηρητήριο, κατά την σφοδρή επίθεση των Τούρκων. Επίσης, ο Κωνσταντίνος Κέντρας από το Άργος Ορεστικό έπεσε το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου κάτω από τις ερπύστριες”. Και ο Στάικος έχει την άποψη ότι δεν υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι ΕΛΔΥΚάριοι: “Οι δικοί μας στρατιώτες είναι νεκροί μη αναγνωρισθέντες. Παραδώσανε οι Τούρκοι νεκρούς αλλά δεν έγινε αναγνώριση”.
Ο πόλεμος, όπως κάθε δύσκολη στιγμή, γεννά μια αμυντική ευδιαθεσία με αποτέλεσμα ιστορίες που ακόμη και τώρα τις θυμούνται, με γέλια και κλάματα. “Ο Βενιανάκης Γιώργος από την Κρήτη, ο Κωστακόπουλος Χαράλαμπος από τη Λιβαδειά κι άλλος ένας που δεν θυμάμαι τα’ όνομά του, στις 15 Αυγούστου βρισκόταν στο διπλανό από το δικό μου πολυβολείο. Κάποια στιγμή έπεσαν όλμοι και βλήματα πυροβολικού επάνω στο πολυβολείο του και το χώμα, τα θραύσματα και τα συντρίμια τους σκέπασαν τραυματισμένους. Κι όμως με γέλια μου φώναζε “Επιλοχία, έλα να με βγάλεις!”. Και τους έβγαλα με γέλια, αν το πιστεύεις… Εμείς που πήραμε τον πόλεμο στην πλάκα, τελικά γλιτώσαμε τα ψυχολογικά”.
Τραγική η ιστορία του υπολοχαγού Σωτήρη Τσώνου. “Στην επίθεση που κάναμε το ξημέρωμα της 21ης Ιουλίου στο Κιόνελι, μια ριπή θέρισε τον υπολοχαγό Τσώνο στην κοιλιά. Αργότερα, ο διοικητής Ανδρουτσόπουλος με έστειλε με τον οδηγό Σωτήρη Βήτα από την Καρδίτσα να γυρίσω όλα τα νοσοκομεία και τις κλινικές της Λευκωσίας για να δω την κατάσταση των τραυματιών μας. Σ’ ένα δωμάτιο μεγάλο είδα τον Τσώνο για τελευταία φορά. Μιλήσαμε, μου είπε “όλα καλά”. Λίγο αργότερα έμαθα ότι πέθανε. Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε. Εάν υπήρχε σωστή ιατρική περίθαλψη, ο Τσώνος θα γλίτωνε”.
Ο Δημήτρης Βλάχος σήμερα είναι 55 ετών. Αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974 με την 105 σειρά. Στα 23 του χρόνια κατατάχθηκε εξ αναβολής, λόγω φοίτησης στον Ευκλείδη –σπούδαζε χημικός. Έχοντας την ειδικότητα του πυροτεχνουργού, τοποθετήθηκε στο Λόχο Διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ ως αποθηκάριος.
«Είχαμε χρεωμένα σε μια αποθήκη χίλια FN762, τα οποία ήταν της Εθνοφρουράς, και τέσσερις όλμους 4 και 2 ιντσών, αλλά δεν είχαμε βλήματα γι’ αυτούς τους όλμους. Το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου άνοιξε η πόρτα της αποθήκης ξαφνικά. Ποιος την άνοιξε δεν ξέρω, μπράβο του όμως. Και πήραμε όπλα και τα χορηγήσαμε στην 103 σειρά. Δεν ήξερε, όμως, κανείς να χειριστεί το FN. Το ήξερα μόνο εγώ λόγω ειδικότητας. Τους μάζεψα εκεί μπροστά στη Διαχείριση και τους έδειξα πως λειτουργεί, πως ξεμπλοκάρει κλπ.
-Την Τετάρτη 14 Αυγούστου το πρωί οι Τούρκοι ξαναχτύπησαν. Στο στρατόπεδο είχαν μείνει μόνο ο 2ος και ο 4ος λόχος και ο Λόχος Διοικήσεως στο Ύψωμα Α’ έξω από το στρατόπεδο, αλλά στην πρώτη γραμμή. Η διοίκηση είχε φύγει και οι άλλοι λόχοι διασκορπίστηκαν αλλού. Από 1.000 και πλέον που ήμασταν στην α’ φάση τώρα ήμασταν περίπου 400. Οι Τούρκοι κάνανε πάρα πολλές επιθέσεις τις οποίες αποκρούαμε και είχαν πολλά θύματα. Κι εμείς είχαμε αρκετά θύματα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί άφησαν έναν Λόχο Διοικήσεως στην πρώτη γραμμή…
-Την Πέμπτη ήταν της Παναγίας. Είχαν κοπάσει λίγο τα πράγματα, ακούγαμε ότι θα έρθουν ελληνικά αεροπλάνα να μας βοηθήσουν αλλά… τίποτα… διαδόσεις.
-Την Παρασκευή 16 Αυγούστου έγινε ο χαμός. Εγώ ήμουν κοντά στον διοικητή του Λόχου Διοικήσεως τον Δελή και καθώς τα άρματα είχαν φτάσει στα 200 μέτρα από μας, έδωσε διαταγή να φύγουμε. Αλλά την διαταγή αυτή όσοι την άκουσαν την άκουσαν γιατί δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ μας… Όταν υποχωρούσαμε οι όλμοι πέφτανε βροχή. Κι εκεί σκοτωθήκανε πολλά παιδιά, όπως ο Κρητικός Μάριος Βολανάκης και ο ΚΨΜτζής Σίμιτας που ήταν κινηματογραφιστής.
-Αυτούς που σκότωσαν οι Τούρκοι στη β’ φάση τους μαζέψανε στο στρατόπεδο και μετά από 5-6 μέρες ειδοποίησαν για αναγνώριση. Με 45-50 βαθμούς Κελσίου, μετά από τόσες μέρες και κάποιος που δεν ήξερε τα παιδιά πως να τους αναγνωρίσει; Αναγνώριση δεν έγινε, τους φορτώσανε με μπουλντόζα, τους ρίξανε σε φορτηγά και τους θάψανε ομαδικά.
-Στις 15 Αυγούστου το βράδυ, μόλις είχε σουρουπώσει, κι εκεί στα ορύγματα κάναμε καλαμπούρια, εγώ τους έλεγα «δεν σκοτώνομαι». Τους λέω «να πιαστώ αιχμάλωτος στους Τούρκους αποκλείεται. Θα κρατήσω μια σφαίρα για τον εαυτό μου, ή θα γυρίσω το αυτόματο πάνω τους και θα με καθαρίσουν». Δώσαμε, λοιπόν, όρκο εκείνο το βράδυ στις 15, της Παναγίας, ότι δεν θα πιαστούμε αιχμάλωτοι. Και πιστεύω ότι όπως εγώ θα τον τηρούσα, τον τήρησαν και τα παιδιά. Και όλοι αυτοί που νομίζουν, όπως οι συγγενείς του Γιάννη του Ξυδιά από την Καλαμάτα, ότι είναι αγνοούμενοι δε νομίζω… θα τους βρούνε με το DNA”.
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009
52 χρόνια μετά: Η συγκλονιστική μαρτυρία του μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα της μάχης του Μαχαιρά

«Νοιώθω ικανοποιημένος που ήρθα σ’ αυτόν τον κόσμο και έπραξα το καθήκον μου έναντι στη μάμα πατρίδα, έδωσα το είναι μου. Χτυπήσαμε την πόρτα της αθανασίας μαζί με τον Αυξεντίου. Άνοιξε μόνο γι’ αυτόν. Ίσως να μην ήμουνα έτοιμος να μπω στην αθανασία». Αυτός είναι ο από καρδιάς επίλογος μιας κουβέντας με έναν από τους ελάχιστους ζωντανούς ήρωες του Ελληνισμού, τον αγωνιστή της ΕΟΚΑ Αυγουστή Ευσταθίου. Τον συναντήσαμε στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη Θεσσαλονίκη.
Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της θυσίας του Αυξεντίου, στις 3 Μαρτίου 1957 στην περίφημη μάχη του Μαχαιρά κόντρα στους Άγγλους, μεταφέρει στις νέες γενιές με κάθε λεπτομέρεια την συγκλονιστική εμπειρία που έζησε. Πριν από τρεις ημέρες, φεύγοντας από ένα σχολείο, «δύο μικρά κοριτσάκια με ακολουθούσαν συνεχώς. Κόντευα να βγω από το προαύλιο του σχολείου και γύρισα και τα κοίταξα περίεργα. «Τι θέλετε;» ρωτάω. Μου λένε ντροπαλά «Κύριε Αυγουστή, θέλουμε να σας φιλήσουμε»! Με φίλησαν και έφυγαν χορεύοντας!» λέει συγκινημένος για τις αντιδράσεις των μαθητών. «Έχω μαθητές που είναι 40 χρονών σήμερα και μου λένε ‘‘όταν ήρθατε εις το σχολείον μου ήμουνα 4η τάξη δημοτικού και όσα είπατε ακόμη τα θυμάμαι’’. Δεν βρήκα κάποια αλλαγή στη στάση των παιδιών. Σε ορισμένους δασκάλους διακρίνω κάποια επιφύλαξη, είναι πιο συγκρατημένοι. Νομίζω ότι φοβούνται μήπως παρεξηγηθούν από την κυβέρνηση» λέει με πίκρα γιατί ο αγώνας του Αυξεντίου και των συναγωνιστών του έμεινε αδικαίωτος. «Εμείς οι αγωνιστές έχουμε ως θέση ότι αγωνιστήκαμε για την Ένωση με την Ελλάδα. Παραμένω σ’ αυτήν τη θέση. Είμαι από τους αγωνιστές οι οποίοι έχουν πικραθεί γιατί δεν πραγματοποιήθηκε το ιδανικό για το οποίο οι ήρωές μας θυσιάστηκαν: Ένωση της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα».
Ο κ. Αυγουστής καταγγέλλει «πολυθρονοπόδαρους» και καρεκλοκένταυρους. Σήμερα ένα τέτοιο αίτημα «θα το πολεμήσουν στην Κύπρο, βουλευτές, υπουργοί, πρόεδροι συμβουλίων, αρχηγοί Αστυνομίας και Στρατού, όλοι αυτοί που καβαλίκεψαν το καλάμι της εξουσίας. Αν ο μοι γένοιτο η Τουρκία άφηνε μόνο ένα βράχο της Κύπρου, και τον αποκαλούσαν δημοκρατία θα ήταν ευτυχισμένοι όλοι αυτοί οι οφιτσιάληδες».
Εξαιρεί μερικώς τον αείμνηστο Τ. Παπαδόπουλο γιατί «πολέμησε για κάτι καλύτερο απ’ ό,τι το Σχέδιο Ανάν».
Χαρακτηρίζει ως λύσεις όχι ιδανικών αλλά συμφερόντων αυτές που αναζητούνται από τους πολιτικούς. «Είναι λυπηρό», τονίζει, «γιατί έχει εξαφανισθεί από παντού η λέξη Κατοχή και κατοχικά στρατεύματα. Μιλούνε μόνο για διακοινοτική παρεξήγηση. Έκανε μια εισβολή η Τουρκία και έχει 40.000 στρατό εδώ και παύουν να μιλούν για εισβολή και κατοχή; Προς Θεού…»
Σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε από την Κύπρο;
Είμαι τόσο δεμένος με την Κύπρο που δεν το σκέφτομαι. Φεύγω λίγες μέρες από την Κύπρο και δεν αισθάνομαι καλά…
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μη φοβάσαι Ματρόζο, μη φοβάσαι!
Ο Αυγουστής έζησε πλάι στον Αυξεντίου από τον Δεκέμβριο ‘55 μέχρι τον Μάρτη ’57. «Ήταν άνθρωπος. Ήταν ποιητής. Του άρεσε να απαγγέλλει ποιήματα. Να φαντασθείτε ότι απάγγειλε τον ‘‘Δωδεκάλογο του Γύφτου’’ του Παλαμά όταν ενθουσιαζόταν. Ήταν αγνότατος, ήταν πάντοτε ηρωικά σκεπτόμενος. Δεν μπορώ να απαντήσω αν μπορούσε ποτέ να αποχαυνωθεί. Ούτε θέλω να το πιστέψω, ούτε ήταν δυνατόν. Ήταν ένας πραγματικά προικισμένος άνθρωπος, ηγήτορας στον Αγώνα και πολύ άνθρωπος με τους συναγωνιστές».
«Εκείνο που μετράμε στον Αυξεντίου είναι ότι μέχρι τότε οι περισσότεροι αντάρτες που ήταν στα βουνά παραδίδονταν όταν τους ανάγκαζαν οι Άγγλοι. Αυτό ήταν το μεγάλο παράπονο του Αυξεντίου. Και είπε ‘‘έμαθα τους συναγωνιστές μου πώς να πολεμούν. Είναι καιρός να τους μάθω και πώς να πεθαίνουν’’. Και με τον θάνατό του πράγματι άρχισε συναγωνισμός μεταξύ των ανταρτών ποιος θα ξεπεράσει τον Αυξεντίου. Και είχαμε τον Πετράκη Κυπριανού, ένα παιδάκι με κυνηγετικό όπλο που 17 χρονών τον κάλεσαν να παραδοθεί κι εκείνος αντιστάθηκε με τα φυσίγγια που είχε μαζί του» μας λέει.
Ενταγμένος στην ΕΟΚΑ από το 1955, υπαρχηγός του Διγενή, ο οδηγός ταξί από τη Λύση -το χωριό του κεφιού και του τραγουδιού- ο Γρηγόρης Αυξεντίου επικηρυγμένος καταφεύγει στα βουνά του Πενταδάκτυλου. Ο «Ζήδρος» ή «Ρήγας» ή «Αίαντας» ή «Άρης» ή «Ζώτος» που έφυγε ως «Μάστρος» του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα, ξημερώνεται την 3η Μαρτίου 1957 προδομένος στο κρησφύγετό του στην περιοχή κοντά στην Ιερά Μονή Μαχαιρά. Οι Άγγλοι καλούν τους αντάρτες να βγουν έξω. Ο Αυξεντίου διατάζει τους συναγωνιστές του να βγουν έξω. Στην ομάδα του ήταν οι Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνης Παπαδόπουλος και Φειδίας Συμεωνίδης. «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω» επαναλαμβάνει. Ο Άγγλος δεκανέας Μαράιν πλησιάζει στην είσοδο και τον καλεί να παραδοθεί. Μια ριπή ακούγεται και ο Άγγλος πέφτει νεκρός. Μια χειροβομβίδα πέφτει στο κρησφύγετο. Ο Αυγουστής Ευσταθίου γυρίζει στους Άγγλους και λέει: «Αφού τον σκοτώσατε τι φωνάζετε;» Τότε ένας Άγγλος τον σπρώχνει μέσα για να βγάλει το νεκρό Αυξεντίου. Ο Αυγουστής μπαίνει μέσα και φωνάζει στα αγγλικά: «Ελάτε, τώρα είμαστε δυο!». Ακολουθεί σφοδρή μάχη. Οι δυο μαχητές ρίχνουν τη μοναδική καπνογόνο χειροβομβίδα ώστε με την κάλυψη του Αυγουστή να γίνει η έξοδος. Όμως, το αυτόματο του Αυγουστή δεν λειτούργησε. Ακολούθησαν οκτώ ολόκληρες ώρες μάχης. Περί τα 2 το μεσημέρι, οι Άγγλοι αποφασίζουν να τους κάψουν ζωντανούς και περιλούζουν το κρησφύγετο με βενζίνη.
«Ένα υγρό άρχισε να κατακλύζει το κρησφύγετο, γρήγορα δε η μυρωδιά της βενζίνης μας αποκάλυψε τις τελευταίες τραγικές στιγμές της ζωής μας. Είναι βενζίνα Μάστρε μου», του είπα. «Θα μας κάψουν ζωντανούς. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και τρεις εμπρηστικές βόμβες μετέβαλαν το κρησφύγετο σε φλεγόμενο καμίνι. Βρισκόμουν στην είσοδο του κρησφύγετου γονατιστός. Οι φλόγες κάλυψαν τα μαλλιά μου και το δεξί μέρος του προσώπου μου. Ο Αυξεντίου βρισκόταν στο βάθος του κρησφύγετου, ανάμεσα στις φλόγες που τον είχαν ζωσμένο από παντού. Στην απελπιστική εκείνη στιγμή η όψη του ήταν ήρεμη και γαλήνια. Με το ίδιο ατάραχο και αποφασιστικό ύψος και με πολλή στοργή και αγάπη, μόλις τον κοίταξα τρομαγμένος άκουσα από το στόμα του τα τελευταία λόγια που δεν ήταν άλλα από την τόσο αγαπημένη από μένα φράση, που πάντοτε υπήρξε για μένα κουράγιο και έμπνευση. «Μη φοβάσαι Ματρόζο, μη φοβάσαι! Ο σπόρος που σπείραμε, Αυγουστή, βλάστησε. Άναψε και φούντωσε η φλόγα στις καρδιές των Ελλήνων. Τίποτε δεν μπορεί πια να τη σβήσει. Η λευτεριά θ’ ανατείλει όπου νάναι, και ο θάνατός μας θα τη φουντώσει ακόμη περισσότερο».
Μέσα σε κόλαση φωτιάς, ο Αυγουστής κατορθώνει να βγει σώος. Τον ανακαλύπτουν οι Άγγλοι και τον στέλνουν ξανά μέσα να τους φέρει τον Αυξεντίου. «Μόλις μπήκα μέσα» αφηγείται στο «ΕτΚ», «είδα τον Γρηγόρη Αυξεντίου νεκρό, ξαπλωμένο ανάσκελα. Το αριστερό του χέρι ήταν υψωμένο και από τη μέση και πάνω είχε γίνει κάρβουνο. Το άλλο σώμα καιγόταν. Ήταν τόσο ζεστό που κάηκα μόλις τον άγγιξα. Οι στρατιώτες μου φώναζαν να τον σύρω έξω. Δεν με πίστευαν όταν τους έλεγα πως είναι νεκρός. Ήταν αδύνατο να παραδεχτούν πως πέθανε. Για να πεισθούν πως είναι νεκρός αφαίρεσαν μια μεγάλη πέτρα από το στόμιο του κρησφύγετου οπότε φάνηκε ο Αυξεντίου νεκρός».
Οι Άγγλοι αποικιοκράτες με το φόβο των λαϊκών εκδηλώσεων, δεν παρέδωσαν το άψυχο κορμί του Αυξεντίου στους γονείς του να τον θάψουν, αλλά τον έθαψαν κρυφά στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας. Το γεγονός προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σ’ όλο τον κόσμο.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008
TIMES ONLINE: Tassos Papadopoulos: Greek Cypriot President
http://www.timesonline.co.uk/tol/comment/obituaries/article5332715.ece?token=null&offset=0&page=1
Tassos Papadopoulos was a shrewd British-trained barrister who became Cyprus’s youngest ever minister nearly half a century ago. He made it to the top in politics late in life when he became President in early 2003.
As President, his term marked one of the defining moments in Cyprus’s often turbulent modern history. Papadopoulos rallied the Greek Cypriot community in 2004 to reject a controversial United Nations plan designed to resolve the long-running Cyprus problem. In an emotional television address, the usually steely conservative politician catalogued the flaws in the plan, which aimed to reunite the estranged Greek and Turkish Cypriot communities under a loose federation of two largely autonomous areas. He argued that the bulky UN plan was tailored to suit Turkish interests at the expense of Greek Cypriot rights and would legalise the island’s de facto partition instead of reuniting it. His tough public persona melted towards the end of his 50-minute speech as his eyes moistened with tears.
Within weeks, 76 per cent of Greek Cypriots rejected the plan in a referendum. The Turkish Cypriots, hoping to end their international isolation, endorsed the plan in a separate vote by a majority of 64.9 per cent. They did so against the urging of Rauf Denktas, their long-serving hard-line leader, whose obduracy was blamed for the failure of most previous UN-sponsored settlement efforts. Despite backing the UN plan, the smaller Turkish community was sidelined when Cyprus, represented internationally by the more prosperous Greek Cypriots, entered the EU on May 1, 2004, precisely a week after the twin referendums.
Washington and London were aghast at Papadopoulos’s stance on the UN plan, which they maintained was the best chance in a generation to reunite the strategically located island. There was also dismay in Brussels. The EU was relying on an eleventh-hour Cyprus deal to save it from absorbing a divided country. There were fears that Greek Cypriots might also wield veto rights over Turkey’s hopes of joining the Union.
Opprobrium abroad left Papapodoulos unruffled. He had support where it counted — at home. He was admired as a steadfast champion of Greek Cypriot rights who had the gutsy strength of character to resist Anglo-American pressure to accept an unworkable and unfair peace deal. Many of his supporters thought that the rejected arrangement was shaped to suit the strategic interests of outside powers more concerned to smooth Turkey’s EU path than to achieve a just solution for Cyprus. Papadopoulos, his supporters believed, had saved Cyprus from Turkish dominance.
Critics at home and overseas, however, saw him as a hard-line veteran rejectionist who squandered an historic opportunity to reunite Cyprus. For Greek Cypriots who supported the UN plan, Papadopoulos was also a deeply divisive figure who did little to disguise his contempt for their opinions. Yet Papadopoulos bristled at the rejectionist tag and appeared equally aggrieved by suggestions that he was disliked and distrusted by Turkish Cypriots. He insisted that he had rejected a particular plan, not the idea of a settlement, and would use Cyprus’s membership of the EU to secure a better deal. Peace talks, however, remained moribund for his remaining four years in office.
Apart from presiding over a buoyant economy and navigating Cyprus into the eurozone last January his main appeal was his determination to resist any big power pressure to accept a bad reunification deal akin to the previous UN plan. “Despite the threats and blackmail, we saved our state,” he proclaimed during the election campaign, referring to his championing of the “no” vote four years earlier. “We averted turning Cyprus into a Turkish protectorate.”
Cyprus has been divided along ethnic lines since 1974, when Turkish troops seized the northern third of the island after the Greek junta engineered a short-lived coup in Nicosia by supporters of “enosis”, or union with Greece. Deep scars were left by fierce intercommunal bloodshed in the 1960s.
Papadopoulos failed to win a second term in elections last February when he was defeated unexpectedly. He faced two moderate candidates who successfully argued that his uncompromising stance was entrenching the island’s division and isolating Cyprus in the EU. He was replaced as President by Demetris Christofias, the EU’s first nominally communist leader, who was committed to resuscitating the peace process and is currently involved in negotiations with Mehmet Ali Talat, the Turkish Cypriot leader, aimed a securing a reunification deal by the middle of next year. For the first time in decades there is a conciliatory leader on both sides of the Cyprus divide.
Tassos Papadopoulos was born in 1934, in Nicosia. His father was a teacher who mixed with lawyers and judges that were influential in steering the young Papadopoulos towards his future career. He was schooled at theprestigious Pancyprian Gymnasium, Nicosia, whose prominent alumni include two other former presidents of Cyprus. Lawrence Durrell, the author of Bitter Lemons, which is set in Cyprus, taught English there in the early 1950s.
Papadopoulos went on to study law at King’s College, London and trained as a barrister at Gray’s Inn. As a student in London in the early 1950s, he shared rooms with Spyros Kyprianou, who later became President of Cyprus (1977-89), and a charismatic law student, Lellos Demetriades, who served as a popular mayor of Nicosia for nearly three decades.
Papadopoulos was remembered as a clever and hard-working student who spoke his mind forcefully. He had a good sense of humour and engaged in heated debates with British students about Cyprus. Like his two ambitious roommates, he was heavily involved in Greek Cypriot community matters in London, which was then absorbing many workers from Cyprus.
Papadopoulos returned to Cyprus to practise law early in 1955, shortly before Eoka, an underground, largely right-wing Greek Cypriot movement, launched a violent campaign to shrug off British colonial rule and unite the island with Greece. He was soon a key member of Eoka’s political wing. After four years of guerrilla revolt by Greek Cypriots, a compromise settlement was reached that was designed to accommodate both Greek and Turkish Cypriot aspirations. It gave Cyprus independence rather than union with Greece. Papadopoulos took part in the London conference in 1959 that, together with one in Zurich, formed the basis for Cyprus’s independence in 1960. The agreements were negotiated by Greece, Turkey and Britain.
There was little input from the island’s Greek and Turkish Cypriot communities and many Greek Cypriots felt that the deal had been imposed on them. Papadopoulos was one of the few delegates who voted against signing the treaties, which was seen later as an early indication of his refusal to compromise. Nevertheless, as a high-profile young lawyer, he served as one of the four representatives of the Greek Cypriot side that drafted the constitution of the fledgling Republic of Cyprus. Under the wing of his charismatic mentor, the late Archbishop Makarios, who was President of Cyprus from independence until his death in 1977, Papadopoulos was appointed Interior Minister at the age of 24 and eight months. It was a few months short of the legal age limit, but he said later that no one bothered to ask him his age at the time. Despite his youth, he played a major role in developing the machinery of the nascent state. He held a wide variety of cabinet posts for 12 years as Minister of Interior, Minister of Finance, Minister of Labour and Social Insurance, Minister of Agriculture and Natural Resources, and Minister of Health and Agriculture.
In 1970 he was elected to parliament as a representative for Nicosia of the Eniaion (United Party), which he had co-founded the previous year. From 1976 to 1978 he served as the chief negotiator of the Greek Cypriot community in intercommunal talks with the Turkish Cypriots. He was re-elected to Parliament in 1991 as a member of the centre-right Democratic Party (Diko), which historically has taken a hard line on the Cyprus peace process. Papadopoulos took over as Diko’s president in October 2000 when, Kyprianou, its ailing founder leader, stepped down.
In presidential elections in 2003, Papadopoulos narrowly ousted Glafcos Clerides, a veteran statesman. The new President had been backed by his own party, Diko, and a social democrat party. But the key to his victory was the support of the large communist party, Akel, even though Papadopoulos had been seen as a dedicated anti-communist for most of his life. He declared at the time: “I want to take a united Cyprus into Europe, and I am ready to negotiate a better settlement which is viable and functional.”
As well as being closely involved in politics for half a century, Papadopoulos established and led one of the island’s most successful law firms. In recent years, his law practice was dogged by controversy over registering offshore Serbian companies in Nicosia that were allegedly used as a conduit for illicit funds channelled out of the former Yugoslavia by the former Serbian dictator, Slobodan Milosevic. Papadopoulos always denied involvement. “Lawyers who establish companies do not get involved in what the companies’ activities are,” he said.
Throughout his life Papadopoulos was staunchly loyal to friends but could bear grudges against opponents and was sometimes prickly. Even his critics, however, acknowledged that his keen legal mind made him hard to best in an argument.
Papadopoulos is survived by his wife, Fotini, who is a member of the wealthy Leventis family, and four children: Constantinos and Maria, from his wife’s previous marriage; and Nicolas and Anastasia.
Tassos Papadopoulos, President of Cyprus, 2003-08, was born on January 7, 1934. He died of cancer on December 12, 2008, aged 74
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008
Ένα ιστορικό γεγονός στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης
«Σε λίγες ημέρες, πρόκειται να σπάσει ένα ταμπού και να λυθεί μια σημαντική παρεξήγηση», γράφει ο αναλυτής της "Κορριέτε Ντέλλα Σέρα" Αντόνιο Φερράρι σε ανταπόκρισή του από την Αθήνα.
Αμέσως μετά προχωρά σε διεξοδική αναφορά προσεγγίζοντας με αντικειμενικότητα την επέτειο του ελληνικού ΟΧΙ και την εισβολή των στρατευμάτων του Μουσσολίνι, και εξηγεί: "Στην εξέδρα της Θεσσαλονίκης, τη γεμάτη σημαίες για τη στρατιωτική παρέλαση της εθνικής γιορτής του ΟΧΙ, που η Ελλάδα αντέταξε στο τελεσίγραφο του Μουσσολίνι, δίπλα στον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας θα βρίσκεται ο Ιταλός πρέσβης Τζαμπάολο Σκαράντε. Είναι η πρώτη φορά, που συμβαίνει κάτι τέτοιο και συνεπώς, είναι κατανοητό να έχει δημιουργηθεί μεγάλη προσμονή".
Η «Κορριέρε» τονίζει ότι με τον τρόπο αυτό, ύστερα από 68 χρόνια, θα μπει τέλος σε μια «κατά φαντασίαν κρίση», για την οποία, όμως, δεν ευθύνεται η Ελλάδα, αλλά το γεγονός ότι «πολλοί, στην Ιταλία, από φόβο ή από ραθυμία, προτιμούσαν να μη βλέπουν και να μη γνωρίζουν».
Η εφημερίδα του Μιλάνου υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο Ιταλός υπουργός «λαϊκού πολιτισμού», Παβολίνι, δυο ημέρες πριν το φασιστικό τελεσίγραφο, είχε στείλει στην Αθήνα το θίασο της Όπερας της Ρώμης για να παρουσιάσει την «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ», του Τζάκομο Πουτσίνι. Τη βραδιά της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία, έφτασε το ελληνικό ΟΧΙ.
«Για το λόγο αυτό, η ημέρα του ΟΧΙ ήταν και θα παραμείνει η μαρτυρία της εξέγερσης εναντίον μιας αδικίας. Και η Ιταλία, θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για αυτό το ΟΧΙ. Διότι, όπως έγραψε ο πρέσβης Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, η άρνησή αυτή στο φασισμό, σήμανε την αρχή του τέλους του».
Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008
Το μεγαλείο της Παναγίας Σουμελά
Η Παναγία Σουμελά κάτι μαγικό. Ένας οικισμός μέσα στο βράχο. Προστατευμένος από το βράχο. Αλλά δεν περιλαμβάνεται στη λίστα των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Θα έπρεπε, όμως. Είναι ένα μεγαλείο ανθρώπινο απ' αυτά που λες ότι αγγίζει το θείο.
Να ένας στόχος για την αποτροπή παρεμβάσεων όπως η πρόσφατη στις τοιχογραφίες - βραχογραφίες που είχε ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των αγίων προσώπων και την αγανάκτηση ακόμη και των Τούρκων αρχαιολόγων.
FOTO: @ΓΙΑΝΝΗΣ Θ. ΚΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ / "Παναγία Σουμελά", Πόντος, 15-8-2008
Σάββατο 9 Αυγούστου 2008
Με τόλμη για την Ιστορία
Κυριακή 8 Ιουνίου 2008
Επίσκεψη Ντε Γκωλ στη Θεσσαλονίκη (λεπτομέρεια)

Ήδη, από τις 16 του μηνός στην Αθήνα, είχε ανταλλάξει τα πολιτικά μηνύματα με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ωστόσο, η Μακεδονία ήταν τότε πολύ περισσότερο συνδεδεμένη με τα θέματα ασφάλειας της Ελλάδας και η επίσκεψη Ντε Γκωλ στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας είχε τη σημασία της. Μία μέρα πριν χειρουργείται ο τότε Βασιλιάς Παύλος και ο κλονισμός της υγείας του θα τον οδηγήσει στο μοιραίο τον Μάρτιο του 1964, ενώ τρεις μέρες μετά (22/5/1963) δολοφονείται ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης.
Ο Ντε Γκωλ στη Μισιόν Λαΐκ
Στις 4.30 το μεσημέρι, σύμφωνα με το πρόγραμμα, επρόκειτο να μεταβεί στο συμμαχικό κοιμητήριο Ζέιντελικ για να καταθέσει στεφάνι. Στον πηγαιμό θα επισκεπτόταν το Γαλλικό Προξενείο και τη «Μισιόν Λαΐκ» όπως αποκαλούσαν τότε το Γαλλικό Ινστιτούτο (MLF - Mission Laique Francaise).
Οι φωτογραφίες από την «μεγάλη επίσκεψη» είναι σπάνιες, δοθέντος ότι το 1968 κάηκε το Λυσέ και μαζί καταστράφηκε όλο το αρχειακό υλικό.
Η Τέτη Στοϊκάκη – Νικολαΐδου, ένα από τα λίγα άτομα που είδαν από κοντά τον μεγάλο πολιτικό, ήταν τότε γραμματέας στο Λυσέ, υπεύθυνη για τις εγγραφές και την είσπραξη των διδάκτρων. Ωστόσο, η πολύ καλή γνώση της γαλλικής και της ελληνικής γλώσσας αλλά και το γεγονός ότι ήταν η μόνη που γνώριζε γαλλική γραφομηχανή, είχε ως συνέπεια να κάνει μεταφράσεις: από μεταπτυχιακές εργασίες μέχρι αποδελτίωση Τύπου.
Διευθυντής τότε νεοφερμένος ο Gilbert Bron, «ένας sui generis τύπος, ενάντια σε όλα όσα είχαμε μάθει» αλλά το πραγματικό κουμάντο το έκανε η Υβόν Ντενεζί.
Ήδη από χρόνια, «μαθαίναμε και γνωρίζαμε το γαλλικό σαβουάρ βιβρ καθώς η Σούλη Οικονόμου, η Μαρία Τζελεπή κι εγώ ήμασταν τα κορίτσια που υποδεχόμασταν τους προσκεκλημένους ομιλητές».
Το πρωτόκολλο
Παρά το γεγονός ότι ήταν «μαθημένες στο πρωτόκολλο» από καιρό, ενόψει της υποδοχής του Ντε Γκωλ «μας φώναξε ο μεσιέ Μπρον, εμένα και την κυρία Ντενεζί, και μας λέει δείχνοντας εμένα: ‘‘Πρόσεξε, δεν θα κάνεις καμία υπόκλιση’’. ‘‘Οι γυναίκες δεν υποκλίνονται παρά μόνον στη βασίλισσα’’, μου είπε η κ. Ντενεζί».
Όσον αφορά τις προσφωνήσεις, «Δεν θα μιλήσεις καθόλου» μου είπαν. «Θα πεις μόνο ‘‘μεσιέ’’, όχι ‘‘μεσιέ λε ζενεράλ’’ γιατί υποτιμάται η γυναίκα όταν προσφωνεί τον άνδρα με την ιδιότητά του». Ενδυματολογικά είχε βγει οδηγία πως θα είναι ντυμένοι: σκούρο κοστούμι οι άνδρες, ενώ οι γυναίκες να είναι κόσμιες!
«Ήμασταν μόνο εμείς στο Λυσέ. Κανείς επίσημος, παρά μόνο τα στελέχη του Λυσέ» λέει η κ. Στοϊκάκη - Νικολαΐδου.
Η καρτ ποστάλ και το Κυπριακό
«Το Λυσέ είχε επάνω ένα διαμέρισμα. Εγώ τον είδα να κατεβαίνει από το διαμέρισμα για να γίνει ξενάγηση. Κατεβαίνοντας από τις σκάλες για να ξεναγηθεί, έπρεπε να περάσει από το γραφείο μου. Περνώντας από το γραφείο μου είχα μια κάρτ ποστάλ που μου ‘στειλε μια καλή μου φίλη από την Κύπρο, που το 1960 είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Με ρώτησε «τι είναι αυτό;» και όταν εγώ του απάντησα «Το κράτος της Κύπρου», είπε «Μου είναι άγνωστο αυτό το κράτος». «Δεν θέλω να πιστεύω ότι η Κύπρος του ήταν άγνωστη. Η αποστροφή του έδειχνε ότι κάτι δεν ήθελε. Είδα την κ. Ντενεζί και τον Ζιλμπέρ Μπρον από δίπλα να τους ανάβουν τα λαμπάκια. Με κάλεσαν να δώσω εξηγήσεις την επόμενη μέρα. ‘‘Γιατί το έκανες; Δεν σου είπα δύο μέρες πριν ότι πρέπει να καθαρίσεις το γραφείο σου από την ακαταστασία;’’». Δεν μίλησαν για τίποτε περισσότερο από ακαταστασία… «Μου την πήραν και την σκίσανε την άλλη μέρα» λέει.
Στη συνέχεια πήγε στην αίθουσα διαλέξεων όπου μίλησε ενώπιον όλων σε μια περίπου 3λεπτη ομιλία, μάλλον βιαστικά.
Οι εντυπώσεις
Πως ήταν άραγε ο στρατηγός που έσωσε την τιμή της Γαλλίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; «Σε προσωπικό επίπεδο δεν μπορούμε να τον περιγράψουμε παρά μόνο ως έναν ευγενικό άνθρωπο. Να μην ξεχνάμε ότι ήταν στρατηγός και μετρημένος στις κινήσεις του. Δεν μπορούμε να τον συγκρίνουμε με τον Γέλτσιν και τον Μπερλουσκόνι ή τον Σαρκοζί» υποστηρίζει η κ. Στοϊκάκη.
Ένοιωθαν τότε ότι υποδεχόταν ένα αστέρι της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής;
«Ήμασταν αθώοι, παιδάκια. Δεν νοιώθαμε να υποδεχόμαστε έναν σταρ της πολιτικής. Γιατί από τη μια ο συγκεκριμένος χώρος είχε μια γκλαμουριά για οποιονδήποτε ερχόταν να μιλήσει. Κι από την άλλη δεν υπήρχε τηλεόραση» απαντά η κ. Στοϊκάκη.
Ο Σαρκοζί και ο Λαμαρτίνος