Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Να μια άλλη άποψη για το μέλλον των εφημερίδων

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100086_28/11/2010_423750
Οι εφημερίδες μπορούν να έχουν μέλλον
 Η Die Zeit, εν μέσω κρίσης, καταγράφει τις δύο καλύτερες χρονιές στην ιστορία της και ο διευθυντής της εξηγεί τα μυστικά της επιτυχίας
Επιμέλεια: Αγγελικη Στουπάκη
Η Die Zeit (Ντι Τσάιτ), η μεγαλύτερη εβδομαδιαία εφημερίδα της Γερμανίας, αποτελεί μια ελπιδοφόρα εξαίρεση μέσα στο μελαγχολικό τοπίο του ευρωπαϊκού Τύπου. Εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και ενώ η κρίση έχει προ πολλού χτυπήσει τις εφημερίδες σε Ευρώπη και Αμερική (εξαιτίας και του ψηφιακού ανταγωνισμού), η Die Zeit («Ο Χρόνος») καταγράφει τις δύο καλύτερες χρονιές στην ιστορία της. Ο διευθυντής της, Τζοβάνι ντι Λορέντσο, υποστηρίζει ότι η επιτυχία αυτή οφείλεται στο ότι η εφημερίδα μελετά με προσοχή τις ανάγκες των αναγνωστών και αγνοεί εντελώς τις απόψεις των «ειδικών συμβούλων» για τα μέσα ενημέρωσης. Το μέλλον του έντυπου Τύπου, γιατί κατά τη γνώμη του έχει μέλλον, είναι μια δημοσιογραφία «προσανατολισμού και εμβάθυνσης». Το Ιντερνετ, όπως λέει, είναι μόνο μία από τις αιτίες της κρίσης των εφημερίδων. Υπάρχουν και άλλες, όπως η έλλειψη αξιοπιστίας και ποιότητας.


Γερμανός από Ιταλό πατέρα, ο Τζοβάνι ντι Λορέντσο είναι από τους πιο περιζήτητους ανθρώπους στον γερμανικό τύπο. Το όνομά του «παίζει» κάθε φορά που γίνεται λόγος για αλλαγή διευθυντή σε μεγάλες εφημερίδες της χώρας. Στα 51 του χρόνια, με τα έξι τελευταία επικεφαλής της Die Zeit, πέτυχε αποτελέσματα χωρίς προηγούμενο: η κυκλοφορία αυξήθηκε κατά 60% φτάνοντας το μισό εκατομμύριο την εβδομάδα, τα κέρδη τριπλασιάστηκαν. Τα συνολικά έσοδα το 2009 ήταν 123 εκατ. ευρώ.
Και αυτό παρότι η Die Zeit δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα. Δημοσιεύει μεγάλα άρθρα, λεπτομερώς τεκμηριωμένα, που ανταποκρίνονται στην περιπλοκότητα των θεμάτων και την αντιθετική επιχειρηματολογία γι' αυτά. Το πολιτικό στίγμα της είναι κεντρώο-σοσιαλδημοκρατικό, αλλά ενίοτε έχει κλίνει σε πιο αριστερές ή πιο συντηρητικές απόψεις. Απευθύνεται σε κοινό με υψηλό επίπεδο ακαδημαϊκής μόρφωσης, αλλά όχι μόνο. Ο Ντι Λορέντσο άρχισε την καριέρα του στον τοπικό Τύπο, έγραψε ένα βιβλίο και υπήρξε τηλεοπτικός παρουσιαστής πριν γίνει διευθυντής εφημερίδων.
Η Die Zeit δεν περιφρόνησε το Ιντερνετ. Αντίθετα, έχει μια ψηφιακή έκδοση για την οποία εργάζονται περίπου 60 άτομα. Μέρος του περιεχομένου της εφημερίδας δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο στη διάρκεια της εβδομάδας. «Η ψηφιακή δημοσιογραφία ξέρει να κάνει τα πάντα, εκτός από το να κερδίζει χρήματα», λέει ο διευθυντής της. Και αποδίδει το φταίξιμο για την κρίση του έντυπου Τύπου στις ίδιες τις εφημερίδες.

Βάρος στην ποιότητα και την αξιοπιστία
Σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στην ισπανική εφημερίδα Ελ Παΐς, η πρώτη ερώτηση που του έγινε αφορούσε το οικονομικό μοντέλο που θα επιτρέψει στις εφημερίδες να επιβιώσουν. «Απορρίπτω τον όρο «επιβίωση»», απάντησε. ««Η Ντι Τσάιτ'' την περασμένη χρονιά, εν μέσω της πιο φοβερής διεθνούς οικονομικής κρίσης, κατέγραψε το καλύτερο έτος στην ιστορία της, τόσο σε κυκλοφορία όσο και σε έσοδα, και φέτος τα πράγματα πάνε ακόμα καλύτερα. Δεν το λέω αυτό για να προβληθώ, το λέω γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι το έντυπο χαρτί βρίσκεται υποχρεωτικά σε κρίση. Απορρίπτω τους αυτοκαταστροφικούς ορισμούς. Με ενοχλούν. Τα τελευταία χρόνια έχουμε κάνει πολλά για να βλάψουμε την εικόνα του χαρτιού, στο οποίο, κατά βάθος, χρωστάμε τα πάντα».
Πώς κατάφερε η «Ντι Τσάιτ» να γίνει η εξαίρεση στον κανόνα; «Αδιαφορώντας για όλα όσα μας συμβούλευαν οι «ειδικοί» των ΜΜΕ», υποστηρίζει ο Ντι Λορέντσο. «Εξακολουθούμε να δημοσιεύουμε μεγάλα κείμενα, δεν προσαρμοζόμαστε στις μόδες και εξακολουθούμε να κάνουμε μια εφημερίδα αρκετά δύσκολη. Πιστεύω πως αυτός είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας μας. Σε μια στιγμή που ο κόσμος αναζητεί προσανατολισμό, κατευθύνεται σε μέσα ενημέρωσης που δεν έχουν κάνει συμβιβασμούς».
Η εφημερίδα υιοθέτησε το χρώμα και το «cover story», το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στη θέση του κύριου άρθρου. «Μελετήσαμε ένα καινούργιο σχέδιο, μοντέρνο και όμορφο, και δημιουργήσαμε νέες προσφορές: σελίδες για παιδιά, το περιοδικό, σελίδες αφιερωμένες σε θρησκευτικά θέματα, σελίδες που ανήκουν στους αναγνώστες... Μελετήσαμε με προσοχή τις ανάγκες των αναγνωστών μας. Πολύ συχνά, εμείς, οι άνθρωποι του γραπτού Τύπου, ξεχνάμε το κοινό που πληρώνει. Ανοίξαμε επίσης νέα πεδία για ανταγωνισμό: ιδρύσαμε έξι καινούργια περιοδικά με τη φίρμα της «Ντι Τσάιτ'' έχουμε ένα γραφείο ταξιδίων και ένα κατάστημα όπου πωλούνται οι εκδόσεις μας. Διευρύναμε τις δραστηριότητές μας, δεν προδώσαμε όμως την υπόσχεσή μας για ποιότητα. Πιστεύουμε ότι η ποιότητα φέρνει χρήμα».

Φροντίδα για τον αναγνώστη
Σε ποιο βαθμό όμως άλλαξε την «Ντι Τσάιτ» η ψηφιακή επανάσταση; «Την άλλαξε σε ένα σχετικό βαθμό. Δεν επιζητήσαμε να κάνουμε αυτό που κάνουν οι άλλες εφημερίδες, ούτε αυτό που κάνουν οι online. Επιζητούμε την εμβάθυνση, τον προσανατολισμό, την ιδιαίτερη προσέγγιση. Η τάση των δημοσιογράφων είναι να αναφέρονται πάντα στο θέμα που βρίσκεται στο κέντρο αντιπαράθεσης και δημιουργεί πολεμική. Εμείς, εν μέσω της εντονότερης πολεμικής για το βιβλίο του Τίλο Σαραζίν (που έκρινε αρνητικά την κοινωνική συμβολή των μουσουλμάνων μεταναστών) και για το σχέδιο «Στουτγκάρδη 21» (τρένο μεγάλης ταχύτητας που απορρίφθηκε για τις οικολογικές επιπτώσεις του) είχαμε στην πρώτη σελίδα πριν από μερικές εβδομάδες ένα θέμα για το μυστήριο της εξουσίας -Das Ratsel Autoritat- μια πολιτικο-φιλοσοφική έρευνα για την εξουσία που δεν είχε καμιά σχέση με τις επίκαιρες συζητήσεις και που, ωστόσο, ήταν μια συζήτηση για τις αξίες της ζωής μας. Ηταν το πιο επιτυχημένο τεύχος αυτής της χρονιάς. Και σημαίνει ότι έχουν αλλάξει οι ανάγκες του κοινού. Οφείλουμε να φροντίζουμε το κοινό μας, που είναι εκπληκτικό. Το 2006 γιορτάσαμε τα 60 χρόνια μας και όταν ο υπεύθυνος διαχείρισης πρότεινε να κάνουμε μια «μέρα με ανοιχτές πόρτες» πολλοί γέλασαν. Η πρόταση φάνηκε παράλογη: τι να δει ο κόσμος, γραφεία και κομπιούτερ; Τελικά όμως το κάναμε. Δέκα δημοσιογράφοι ανέλαβαν να ξεναγήσουν τον κόσμο. Ηρθαν τόσοι άνθρωποι απ' όλη τη Γερμανία που δεν μπόρεσαν να μπουν μέσα όλοι στη διάρκεια μιας μόνο μέρας. Πρέπει να νοιάζεσαι για τους ανθρώπους που αγαπούν την εφημερίδα».
Ο Ντι Λορέντσο δεν αρνείται την κρίση. «Είναι ανώφελο να κλείνουμε τα μάτια. Θέλω όμως να πω ότι δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι όλες οι εφημερίδες θα εξαφανιστούν. Θα υπάρξουν εξαιρέσεις. Και, επίσης, ότι δεν μπορούμε να αποδίδουμε όλα τα προβλήματά μας στο Ιντερνετ».
Ποια όμως είναι τα άλλα αίτια των προβλημάτων του Τύπου; «Η έλλειψη αξιοπιστίας. Η εγκατάλειψη της ποιότητας. Οταν αρχίζουμε να κάνουμε εφημερίδες φτηνού περιεχομένου ή που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, η κυκλοφορία πέφτει. Η κρίση των αμερικανικών εφημερίδων άρχισε με τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο στο Ιράκ. Αφέθηκαν να τις χρησιμοποιήσει ο προπαγανδιστικός μηχανισμός, γι' αυτό και οι αναγνώστες άρχισαν να ψάχνουν στο Ιντερνετ, γιατί εκεί υπήρχε η υπόσχεση ότι θα βρουν διαφορετική ενημέρωση. Η κρίση άρχισε έτσι»
Οσον αφορά το Ιντερνετ, ο Ντι Λορέντσο έχει πει στο παρελθόν ότι δεν το επικρίνει ως όργανο, αλλά ως φορέα «παραθρησκευτικών πεποιθήσεων». Τι ακριβώς εννοεί; «Είμαι εχθρός όλων των πολιτικών ιδεολογιών, κάτω από τις οποίες υπέφερα πολύ. Και είμαι επίσης εχθρός της ιδεολογίας του Ιντερνετ, η οποία υπάρχει και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Είμαι αντίθετος με την ιδέα του Ιντερνετ ως μοναδικού δημοκρατικού μέσου, ως της μόνης ελπίδας, της μόνης διεξόδου. Η εμπειρία μου στη ζωή με διδάσκει να μην πιστεύω στις ιδεολογίες, γιατί πάντα εκφυλίζονται σε βία, ολοκληρωτικές φαντασιώσεις και πολέμους εναντίον της αλήθειας».

«Το Ιντερνετ δεν φέρνει χρήματα»
Το ένα τρίτο των συντακτών της εφημερίδας συνεισφέρει εθελοντικά στην online έκδοση της Die Zeit. «Δεν αρνούμαστε κατά κανένα τρόπο την αξία του ψηφιακού», λέει ο Ντι Λορέντσο. «Θέλω όμως να κάνω μια παρατήρηση: το μέσον αυτό που εξυμνείται παντού, ξέρει να κάνει τα πάντα εκτός από το να κερδίζει χρήματα. Γι' αυτό κι εμείς επενδύουμε στο Ιντερνετ, αλλά αποφεύγουμε να μιλούμε άσχημα για το χαρτί».
Τι συμβαίνει όμως με το νεανικό κοινό; Ο Ντι Λορέντσο πιστεύει ότι «πρέπει να κάνουμε πολλά για να τους προσφέρουμε κίνητρα. Ξεκινούμε από το σχολείο: 200.000 μαθητές λαμβάνουν την Die Zeit κάθε χρόνο. Επιπλέον, έχουμε ένα ολόκληρο δίκτυο στα πανεπιστήμια, όπου εδώ και χρόνια διοργανώνουμε τις Zeitdebate. Εχουμε ένα περιοδικό για το πανεπιστήμιο και εδώ και μερικά χρόνια η εφημερίδα έχει σελίδες για τα παιδιά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των νέων συνδρομητών μας είναι μεταξύ 20 και 30 ετών».

Για Μπερλουσκόνι και Χέλμουτ Σμιτ
Γεννημένος στη Στοκχόλμη από Γερμανίδα μητέρα και Ιταλό πατέρα, ο Τζοβάνι ντι Λορέντσο πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Ιταλία και ήρθε στη Γερμανία με τη μητέρα του, μετά τον χωρισμό των γονιών του. «Ηταν για μένα μια πολύ άσχημη εμπειρία», λέει. «Εφτασα εδώ στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ο αδελφός μου κι εγώ είμαστε οι μόνοι ξένοι στο σχολείο. Δεν ήξερα καλά τη γλώσσα. Γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω κάτι με το κεφάλι μου, γιατί στο ποδόσφαιρο ήμουν ανεπίδεκτος και με τα χέρια μου δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μελέτησα πολύ τη γλώσσα και αφοσιώθηκα στις σπουδές. Πριν τελειώσω το πανεπιστήμιο έκανα πρακτική σε μια εφημερίδα του Αννόβερου. Την πρώτη μέρα με έβαλαν να γράψω ένα άρθρο για τον Αντζελο Μπραντουάρντι, τον Ιταλό μουσικό. Γύρισα στο σπίτι με ένα παλιό Fiat 127 και ήξερα ότι αυτή ήταν η δουλειά που ήθελα να κάνω».
Στα νεανικά του χρόνια, έγραψε μια διατριβή για τη μιντιακή αυτοκρατορία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι πριν εκείνος αναμειχθεί στην πολιτική. Οπως λέει, αυτό που μπορούμε να μάθουμε από τον Καβαλιέρε είναι πόσο εκπληκτικός χειραγωγός είναι. «Θυμάμαι μια φράση του, που τότε μου προκάλεσε μεγάλη οργή, αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι είχε δίκιο. «Εσείς οι δημοσιογράφοι νομίζετε πάντα ότι ο κόσμος τα ξέρει όλα, αλλά δεν ξέρει τίποτα»».
Ο Χέλμουτ Σμιτ, ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, είναι επίτιμος πρόεδρος της Die Zeit. Ποια είναι η σχέση του Ντι Λορέντσο με τον γηραιό πολιτικό;
«Είναι ένας άνθρωπος που αποδέχεται την κριτική και περιφρονεί εκείνους που λένε πάντα ναι. Η δημοτικότητά του είναι σύμπτωμα της δυσαρέσκειας απέναντι στη σημερινή πολιτική τάξη. Αντιπροσωπεύει όλα όσα ο κόσμος νιώθει πως λείπουν σήμερα. Είναι από τα πρόσωπα εκείνα που σπανίζουν - για την ανεξαρτησία του, τη διαύγεια, την ικανότητα ανάλυσης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου