Ευτυχώς δεν ξέρω πως είναι να χάνεις τον πατέρα σου, όμως πριν από μισή ώρα ένοιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου, κάτι σα να χάνω τις αισθήσεις μου, τα χέρια και τα πόδια μου. Ο Φίλιππος μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι χάσαμε τον Κώστα τον Γιακουμή.
Τον γνώρισα το 2000 όταν έκανα μια σειρά συνεντεύξεων γνωριμίας με τους προξένους της Θεσσαλονίκης. Έτσι έπεσα πάνω του. Από 15 συνεντεύξεις ήταν ο μόνος με τον οποίο κολλήσαμε παρά τη διαφορά της ηλικίας. Σεβαστός, εξυπηρετικός, χαλαρός, πλακατζής, αυτό που λέμε πάντα νέος. Ο Κώστας πάντα σκεφτόταν τους άλλους, δεν το λέω σαν ύστερη κολακεία, ήταν αλήθεια, ώρες ώρες γινόταν ανυπόφορος με αυτή τη συναισθηματική προσέγγιση των προσώπων και των καταστάσεων. Μυαλό ξυράφι, χιούμορ, αρχοντιά. Πάντα με υποχρέωνε. Ακόμη και τον τελευταίο χρόνο που τραβούσε μεγάλο δράμα μετά τον ξαφνικό και ιδιαίτερα οδυνηρό θάνατο της Κατερίνας του, το περασμένο καλοκαίρι. Δεν τον συναντούσα πλέον τόσο συχνά, περισσότερο στο σπίτι του παρά στο γραφείο - προξενείο, κατέβαινε μόλις μια φορά την εβδομάδα, προσπαθούσε ακόμη να συνέλθει.
Λίγο μετά τη γνωριμία μας, το προξενείο έφυγε από τη Scotia Bank όπου ο Κώστας ήταν διευθυντής και μετακόμισε απέναντι στο ξενοδοχείο Παλάς, Βενιζέλου και Τσιμισκή γωνία. Εκεί γνώρισα τον Δημήτρη, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και κουμπάρο του, νονό της Αναστασίας ιδιότητα την οποία επιδείκνυε μαζί με φωτογραφίες της Αναστασίας πολύ συχνά. Εκεί στήθηκε μια -ή περισσότερες- σπουδαία παρέα γύρω από τον Κώστα και το Δημήτρη. Μουσικοί, μαέστροι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, σπουδαίοι άθρωποι. Πρωινός καφές, 8.00 - 9.00. Ο Κώστας ήταν τότε πρόεδρος του ΕΤΟΣ της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και οι επαφές του με τον καλλιτεχνικό κόσμο αυξημένες. Εκεί θυμάμαι ότι γνώρισα, μεταξύ άλλων, τον δημοσιογράφο Γ.Δ.Κ. Σαρηγιάννη των Νέων, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τον Γιάννη Μετζικώφ, το Νικήτα Τσακίρογλου και τη Χρυσούλα Διαβάτη, το Νίκο Ξανθόπουλο, την Αλκυόνη Παπαδάκη και άλλους που τώρα περριτεύει να θυμηθώ, καλά παιδιά από την Ορχήστρα που πηγαινοέφερναν έγγραφα και δουλειές.
Οι συζητήσεις μας πάμπολλες. Πιο πολλά τα δωράκια του. Από αναμνηστικές καρφιτσούλες του Καναδά, μέχρι μέλι από την Πυλαία, t-shirt, στυλό, μπλοκάκια και... καυσόξυλα (θα τα καίω ακόμη και τον ερχόμενο χειμώνα). Οι κουβέντες του είχαν μια σοφία και μια αγνότητα, περίεργο για την ηλικία του. Πάντα με ενθάρρυνε ή μου έδειχνε έναν άλλον δρόμο. Η μάνα του Στέλλα, όπως και η δικιά μου. Όπως και η κόρη μου.
Η δοκιμασία με την Κατερίνα ήταν μεγάλη και, πιθανόν, αποδείχθηκε ανυπέρβλητη. Πάντα μου μιλούσε για τα παιδιά του, την Άννα και τον Αντώνη. Εγώ τους ήξερα, κι ας μη με γνώριζαν αυτοί, παρά μόνο λίγο. Η Άννα στην Αγγλία, ο Αντώνης στην Αμερική. Η αρρώστια της, ο κρυφός από εκείνη πόνος του Κώστα που γνώριζε το μεγάλο μυστικό, τα καθημερινά τηλεφωνήματα από τη Σκύρο όπου μόλις είχαμε πάει για ξεκούραση, σημάδεψαν το καλοκαίρι μας. Απίστευτη κατάσταση. Πικράθηκε και από ανθρώπους. Αλλά αυτά ήταν μεταξύ μας.
Ο Κώστας ήταν ο φίλος που τον καλούσα και μου έπαιρνε πίσω αμέσως. Τελευταίο τηλεφώνημα την Τρίτη, πριν δυο μέρες. Μου μίλησε για έναν φίλο του, μου είπε πόσο χαίρεται που η Αννούλα του τον φροντίζει, μου είπε πόσο χαρούμενος είναι που σε τρεις βδομάδες έρχεται ο Αντωνάκης του. Όλες οι κουβέντες για τα παιδιά του. Τον τελευταίο χρόνο.
Τι να πω...