Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Η χαμηλή πτήση της γενιάς 30-40

Κοσμοπολίτες, πολυπτυχιούχοι, σκληρά εργαζόμενοι, ξεκίνησαν με προσδοκίες και κατέληξαν στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι

Της Μαργαρίτας Πουρνάρα [ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/1/2009]
Το είδαμε στα επεισόδια του περασμένου Δεκεμβρίου: Η πίτα της τηλεθέασης μοιράστηκε ανάμεσα στους πιτσιρικάδες και στους μεσήλικες εκπρόσωπους της πολιτικής ζωής. Η γενιά των τριαντάρηδων, των 30 - 40, έμεινε στην αφάνεια. Ο λόγος των ανθρώπων που καλούνται να παράγουν τέχνη, πολιτική, πολιτισμό, σκέψη, επιστημονική έρευνα δεν ακούστηκε καθόλου. Η μελλοντική ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας δεν έδωσε στίγμα, αλλά σιωπή ανυπαρξίας. Αλήθεια, πού χάθηκε; Πού χαθήκαμε; Είμαστε χαμηλοφτερουγισμένοι; Είμαστε ικανοί για τα μεγάλα πετάγματα που απαιτούν οι καιροί;
Με όπλο τον ρεαλισμό και την ανελέητη αυτοκριτική, έξι εκπρόσωποι της ηλικιακής ομάδας 30 - 40 μιλούν στην «Κ» για τις νοοτροπίες, την αυτογνωσία, τις προσδοκίες, τις συμπεριφορές, την κουλτούρα, τις αναζητήσεις μιας γενιάς στριμωγμένης. Με την πλάτη στον τοίχο. Με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και διδακτορικά. Με mp3 players γεμάτα τραγούδια που κατεβάσαμε από το Iντερνετ. Με ultra portable PC στις τσάντες. Με εξομολογήσεις και παρεμβάσεις στα μπλογκ. Με πρώιμο θρήνο για τη χαμένη μας δημιουργικότητα που ξεπουλήσαμε για να βρούμε δουλειά κατώτερη των προσδοκιών και των σπουδών μας. Με προσήλωση στο lifestyle και τις επιταγές του. Με μεγάλα όνειρα που χώρεσαν τελικά σε βιτρίνες του Κολωνακίου. Με την στολή του εθελοντή των Ολυμπιακών Αγώνων στην ντουλάπα. Με όραμα μια ευρωπαϊκή Ελλάδα.
Με ανθρωπιστικές και οικολογικές ανησυχίες που δεν οδήγησαν ποτέ σε αγώνες. Με απέχθεια για την πολιτική και το σκυλολόι των τηλεοπτικών παραθύρων. Με εργασιακές αγωνίες και αμφίβολη σύνταξη, ως ασφαλισμένοι μετά το 1992. Με έγνοια για τον δημόσιο χώρο. Με χρόνο ψαλιδισμένο για φλερτ, έρωτα, χουζούρι. Με όνειρο να ζήσουμε ένα διάστημα στο εξωτερικό. Με γονείς που επιμένουν να πρωταγωνιστούν στις ζωές μας. Με παιδιά που είναι ακόμα νήπια. Με ψυχαναλυτές - συμμάχους στον αγώνα της αναζήτησης ταυτότητας. Αλήθεια, ποιοι είμαστε οι 30 - 40;

Βασίλης Μουρδουκούτας, 35
Δουλεύουμε σκληρά από παιδιά

Η γενιά μου είναι η γενιά της ιδιωτικής τηλεόρασης, του MTV, των περιοδικών lifestyle και της ενήλικης αλλά και ριζικά ανατρεπτικής επαφής με την «προσωπική τεχνολογία» (κινητή τηλεφωνία, προσωπικός υπολογιστής, κοκ).
Πρόκειται για μία γενιά που αποφάσισε να ιδιωτεύσει από νωρίς. Επέλεξε δηλαδή συνειδητά να παραμείνει μακριά από ό,τι συνιστούσε έως τις μέρες της πολιτική: κόμμα, κλαδική, πολιτικό κουτσομπολιό, μεγάλες συγκεντρώσεις, σημαιάκια. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια γενιά α-πολιτική. Παραμείναμε σιωπηλοί, αναμένοντας την πολιτική να αλλάξει. Μάταια. Εκείνη παρέμεινε απαράλλαχτη κι εμείς αποτραβηχτήκαμε ακόμη πιο πολύ. Ισως, το γεγονός που υποστασιοποιεί τη σχέση μας με την πολιτική να είναι η συγκέντρωση του καλοκαιριού 2007 για τις πυρκαγιές (αυθόρμητη, στατική, σιωπηλή, κ.λπ.).
Καταλάβαμε αρκετά γρήγορα, σχεδόν διαισθητικά, τη διαφορά ιδιωτικού – δημόσιου. Αναγνωρίσαμε δηλαδή το τι σημαίνει δημόσιος χώρος και του αποδώσαμε αξία. Νοιαστήκαμε για αυτό που μοιραζόμαστε από κοινού, τόσο ουσιαστικά όσο και αισθητικά. Γίναμε αστοί. Είδαμε την πόλη μας να αλλάζει –έστω άναρχα και «σπασμωδικά»– και αισθανθήκαμε χαρά. Υπήρχαν πια «νησίδες» ελκυστικής αστικής ζωής και εδώ, όπως αλλού στις πόλεις του δυτικού κόσμου.
Το βλέμμα μας ήταν από νωρίς στραμμένο προς τα «έξω». Ανοιχτήκαμε ως γενιά της μαζικής μεταπτυχιακής μετανάστευσης κι εκτεθήκαμε στο «άλλο», στο ξένο, στο διαφορετικό. Γευτήκαμε τα καλά του, το αποδεχτήκαμε. Ενστερνιστήκαμε μια ευρωπαϊκή - κοσμοπολίτικη στάση ζωής. Δίχως να χάσουμε μια κάποια «αίσθηση» της πατρίδας. Η κατεύθυνση του βλέμματος άλλαξε, το «σώμα» παρέμεινε και παραμένει Ελληνικό — δεν «παγκοσμιοποιήθηκε», όπως στην περίπτωση των γενιών που ακολουθούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η είσοδός μας στην Ευρωζώνη και η ανάληψη των Ολυμπιακών λειτούργησαν συμβολικά ως επιβεβαίωση του ότι οι πόθοι μας θα εκπληρωθούν: θα κινηθούμε ως χώρα συνολικά προς τα έξω, προοδεύοντας προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, τα χρόνια που ακολούθησαν ακύρωσαν τις προσδοκίες, η θλίψη επανήλθε, η απόσταση ενισχύθηκε.
Είμαστε, τέλος, η πρώτη γενιά που δουλεύει περισσότερο από τους γονείς της. Μας βλέπουν και μας λυπούνται. Το αναφέρουν, το αποδέχονται, νιώθουν το άγχος μας. Κι αυτό διότι, είμαστε η πρώτη γενιά που πίστεψε ειλικρινά στο τρίπτυχο ιδιωτικός τομέας - αξιοκρατία - οικονομική επιτυχία. Δουλέψαμε και δουλεύαμε αγόγγυστα, γιατί θεωρούμε ότι έτσι θα τα καταφέρουμε. Δουλέψαμε σκληρά ενώ ακόμη ήμασταν παιδιά. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε δίχως να έχουμε εγκαταλείψει την πατρική εστία, κάτι σαν όψιμη «παιδική εργασία». Ωστόσο, η μέχρι τώρα εμπειρία «διαβρώνει» την πίστη μας. Κι αν η διεθνής κρίση φτάσει ουσιαστικά και στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει το οριστικό χτύπημα στο τρίπτυχο ιδανικών, αποδεικνύοντας ότι οι ελπίδες μας υπήρξαν φρούδες, και οδηγώντας σε μία ριζική και «οδυνηρή» υπαρξιακή κρίση.
* Ο Βασίλης Μουρδουκούτας είναι πολιτικός επιστήμων. Εργάζεται σε εταιρεία ερευνών αγοράς.

Μάρθα Γιαννακοπούλου, 32
Δεν μπορούμε να γίνουμε golden girls

Η γενιά μας δεν έχει επιδείξει κάτι ώς σήμερα. Ζούμε μια καθυστερημένη, γηρασμένη εφηβεία, έχουμε καθηλωθεί σε μια φάση που δεν θέλουμε να φέρουμε ευθύνη για τίποτα. Είμαστε αυτιστικοί παρά το γεγονός ότι διαθέτουμε μόρφωση και κοσμοπολιτισμό. Δυστυχώς όμως πάσχουμε από ευνουχισμό, με ευθύνη τόσο δική μας όσο και των μεγαλύτερων που μας ανέθρεψαν προσφέροντάς μας τα πάντα.
Βγαίνουμε στο κυνήγι για καλές δουλειές με αμφίβολα αποτελέσματα. Η Ελλάδα ως κοινωνία δεν παράγει τίποτα σε εργασιακό, ερευνητικό επίπεδο (οπότε δεν μπορούμε να γίνουμε golden boys ή girls), ούτε νέες ιδέες υλοποιούνται ούτε καλές υπηρεσίες έχουμε. Επίσης, λόγω του συστήματος των πανελλαδικών, πολλοί από εμάς έχουν σπουδάσει κάτι που δεν ήθελαν. Ετσι δεν είναι καθόλου περίεργο που ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων της γενιάς μας θέλουν να μπουν στο Δημόσιο, να παίρνουν 800 ευρώ και μετά να τσεπώνουν άλλα 500 από τους γονείς στων οποίων το σπίτι εξακολουθούν να μένουν. Σε ό,τι αφορά την στάση μας απέναντι στην πολιτική, θα έλεγα ότι υπάρχουν τρεις χονδρικές κατηγορίες στην γενιά 30 - 40. Η πρώτη ομάδα έχει φοιτήσει σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία και είναι απαθής πολιτικά διότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επαγγελματική καταξίωση. Κάποιοι έφυγαν στο εξωτερικό και δεν ήρθαν πίσω. Η δεύτερη ομάδα είναι εκείνη των άγρια κομματικοποιημένων που μπήκαν στις οργανώσεις ως φοιτητές και έγιναν τσιράκια των νεολαίων, γυρεύοντας να το εξαργυρώσουν αργότερα. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία όλων των υπολοίπων που δεν έχει τα προνόμια και το βόλεμα των προηγούμενων και υποφέρουν για να βρουν δουλειά. Αυτοί παλεύουν με τα κύματα
Δεν θα έλεγα ότι είμαστε η ουρά της γενιάς των γιάπηδων. Εκείνοι έχουν μια φιλοσοφία –δουλεύεις πολύ, πουλάς τον εαυτό σου, βγάζεις λεφτά– εμείς όχι. Μάλλον κακομαθημένοι είμαστε. Ορισμένοι έχουν την πολυτέλεια να μη δουλεύουν και να τρώνε τα λεφτά των γονιών τους, αλλά είναι μάλλον οι τελευταίοι που θα έχουν αυτό το προνόμιο στην Ελλάδα.
Μέσα στο πλαίσιο της αναξιοκρατίας που υπάρχει στη χώρα μου φαίνεται φυσικό παρεπόμενο να παραμένει η γενιά 30 - 40 στην αφάνεια. Πρέπει να παράξουμε κάτι για να βγούμε μπροστά. Ακόμα και αυτοί που δίνουν μάχες για κοινωνικά, οικολογικά, πολιτικά ζητήματα δεν ακούγεται η φωνή τους διότι όλα τα καπελώνει η ομπρέλα των κομμάτων. Αν όμως έρθει μια νέα μορφή φτώχειας –ένα σενάριο που φαίνεται πολύ πιθανό– τότε θα αναγκαστούμε να αλλάξουμε στάση.

* H Mάρθα Γιαννακοπούλου είναι αρχιτέκτων. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Ανδρέας Τριανταφυλλίδης, 40
Χάσαμε την επαφή μας με τη δημιουργικότητα

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για την γενιά των 30 - 40. Eκείνοι που βρίσκονται κοντά στα σαράντα, όπως εγώ, έζησαν τον απόηχο της πολιτικοποίησης, την ένταση των διαδηλώσεων. Είχαμε τις μεγάλες καταλήψεις του ’90. Η μουσική που άκουγαν ήταν επίσης πιο πολιτικοποιημένη, με ό,τι είχε απομείνει από το πανκ, τον Ασιμο, τον Σιδηρόπουλο. Δεν θέλαμε να μπούμε στο Δημόσιο αλλά είχαμε την ελπίδα ότι θα αποκατασταθούμε επαγγελματικά σε κάποια μεγάλη πολυεθνική από αυτές που θα έρχονταν στην Ελλάδα. Τελικά, αυτή η προσδοκία εξελίχθηκε σε μεγάλη απογοήτευση. Οι μικρότεροι ζουν άλλο είδος πολιτικοποίησης. Νιώθουν ότι διατυπώνονται ορισμένα αιτήματα όχι με το μυαλό αλλά με το στομάχι, και αντιδρούν.
Προχθές άκουγα κάποιους εικοσάρηδες να παραπονιούνται ότι δεν μπορούν να βγάλουν μια κοπέλα έξω αν δεν έχουν στην τσέπη 50 ευρώ.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η γενιά 30 - 40 έχει γυρίσει την πλάτη στην πολιτική. Θα έλεγα όμως ότι η σχέση που έχουμε μαζί της καθορίζεται από τον περιορισμένο χρόνο μας. Δουλεύουμε πολύ, κάποιοι από εμάς έχουν ήδη οικογένεια. Στην Ελλάδα αν δεν είσαι πάνω από μια ηλικία δεν σε σέβονται. Μέχρι τότε αναγκάζεσαι να σπαταλάς εργατοώρες για να πείσεις ότι αξίζεις. Οι 50άρηδες από την άλλη αποπαιδίζονται (που λέει και ο Σαββόπουλος) και οι φοιτητές έχουν πολυτέλεια χρόνου, οπότε είναι πιο δραστήριοι. Ετσι, καταλήγουμε να παρεμβαίνουμε κοινωνικά με τα blogs. Ενα μεγάλο τμήμα των bloggers είναι στην δική μας ηλικιακή κατηγορία. Νιώθουν ότι συμμετέχουν στα κοινά με ψηφιακό τρόπο διότι δεν είναι εύκολο να το οργανώσουν αλλιώς, λ.χ. να πάνε κάπου, να μιλήσουν με άλλους ανθρώπους. Εχουμε προσωπική σύνδεση με την τεχνολογία. Το χαμένο στοίχημα της γενιάς μας είναι ίσως η δημιουργικότητα. Μας την εξαγόρασαν φθηνά για να μπορέσουμε να βρούμε δουλειά και τελικά η επαγγελματική μας αποκατάσταση δεν ήταν αυτή που περιμέναμε. Ενας δημιουργικός 35άρης προσλαμβάνεται από μια διαφημιστική και στην ουσία γίνεται λογιστής. Εχουμε εκχωρήσει την ικανοποίηση τού να δημιουργείς, με αντάλλαγμα την κατανάλωση. Χάσαμε την επαφή μας με τη δημιουργικότητα. Εκτελούμε πράγματα που έχουν προαποφασιστεί. Μπορεί να ακούγεται μαρξιστικό –η αποξένωση του εργάτη από αυτό που παράγει– αλλά είναι αληθινό. Περνάει η μέρα στο γραφείο και έχεις στείλει είκοσι e-mail και έχεις γράψει τρια μέμο. Δηλαδή, τι έχεις κάνει ακριβώς; Δεν μπορείς να το εξηγήσεις στο παιδί σου, αν σε ρωτήσει...

* O Aνδρέας Τριανταφυλλίδης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

Δημήτρης Αντωνίου, 30
Πτυχιούχοι και κοσμοπολίτες

Η χρήση του όρου «γενιά» ενέχει κάποιους κινδύνους. Βάζει με άλλα λόγια ετερόκλητες πληθυσμιακές ομάδες στο ίδιο τσουβάλι, τις καθιστά με κάποιο τρόπο ίδιες, τις ομογενοποιεί.
Είναι μάλλον πιο εύκολο και σίγουρα πιο ασφαλές να μιλήσω μόνο για άτομα που γνωρίζω, έχουν γεννηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τους δόθηκαν πολλές ευκαιρίες. Εχουν σχεδόν όλοι πανεπιστημιακή μόρφωση, έχοντας σπουδάσει τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Αυτό είναι σίγουρα μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με τις εμπειρίες των γονιών τους. Με βάση τη σύγκριση αυτή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «κοσμοπολίτες».
Αν όντως το πανεπιστημιακό τους πτυχίο και η παραμονή τους στο εξωτερικό για εκπαιδευτικούς λόγους αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους, τότε το μεγάλο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: σε ποιο βαθμό έχουν καταστεί πιο φιλελεύθεροι, πιο προοδευτικοί, ικανοί να δουν την παγκόσμια διάσταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα.
Νιώθω ότι το θέμα της αφάνειας σχετίζεται άμεσα με τα γεγονότα του τελευταίου μήνα και ιδιαίτερα με τη ζωντανή τους κάλυψη από την τηλεόραση. Εάν λοιπόν δεχθούμε ότι οι τηλεοπτικοί φακοί εστίασαν κατά κύριο λόγο στις αντιδράσεις μαθητών, είναι φυσικό να διερωτώμεθα για το ρόλο της ηλικιακής ομάδας των 30 - 40. Ο προβληματισμός όμως αυτός έχει ως σημείο αφετηρίας τα όσα μεταδόθηκαν ζωντανά στην τηλεόραση και αναλύθηκαν από τα τηλεοπτικά πάνελ στη συνέχεια. Εχουμε με άλλα λόγια να κάνουμε με μία ψηφιακή αναπαράσταση της πραγματικότητας και όχι με την ίδια την πραγματικότητα.
Μέλη της ηλικιακής ομάδας των 30 - 40, συμμετείχαν στα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, με διάφορες ιδιότητες: Εκείνη της αγωνιούσας μαμάς που συνοδεύει την κόρη της στην πορεία, του αστυνομικού που λόγω έλλειψης πολιτικού μέσου έχει τοποθετηθεί στα Εξάρχεια, του επαγγελματία χούλιγκαν των γηπέδων που δρα για πρώτη φορά στο Κολωνάκι, της νεαρής δικηγόρου που ξυλοκοπείται, του τριαντάχρονου καθηγητή μέσης εκπαίδευσης. Είναι, όπως αντιλαμβάνεσαι, πολύ πιο δύσκολο να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά όσων δεν είδαμε, εκείνων που δεν συμμετείχαν και να αναγνώσουμε ορθά το μήνυμα της μη συμμετοχής τους.

* O Δημήτρης Αντωνίου είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος. Είναι Fellow in educational management στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου Harvard.

Κατερίνα Ανέστη, 37
Προηγείται η συμφιλίωση με το εγώ

Αν το θέμα μας είναι η απουσία ή η σιγή των γεννημένων στη δεκαετία του ’70, τότε θα έπρεπε να μιλήσω όχι για ένα ψέμα αλλά για έλλειμμα πλήρους νοήματος. Αν η φωνή «μας» δεν ακούστηκε μεταξύ των πρωταγωνιστών, όπως μας κατηγορούν, δεν φταίει τόσο η έξη του τηλεθεατή που μας χαρακτηρίζει, όσο καταρχάς το κλασικό σύνδρομο των μεσαίων παιδιών μιας οικογένειας: Ανάμεσα στους «μεγάλους», που φέρουν τα παράσημα του Πολυτεχνείου και την πατέντα κατασκευής μιας σαφώς πολιτικής ταυτότητας μέσα από τις πιέσεις της επταετίας, και τους εξεγερμένους εφήβους με το παλιρροϊκό αίτημα ελεύθερης ζωής και βούλησης, οι φωνές της γενιάς των +30 δεν είχαν ίσως την ίδια γοητεία πρωτοτυπίας ή αυθεντίας. Αλλωστε, εμείς μεγαλώσαμε χωρίς δικούς μας ήρωες, με μια απέχθεια συμμετοχής στην πολιτική, κυρίως εξαιτίας της εμμονικής προσκόλλησής της στο lifestyle πλαίσιο μιας αφόρητα κιτς δεκαετίας. Χαϊδεμένα παιδιά του συστήματος είμαστε, ζήσαμε μάλλον στο απυρόβλητο. Η απόστασή μας, λοιπόν, από τους μεγαλυτέρούς μας και από τους μαθητές και τους φοιτητές είναι σαφής. Οπως και η αμηχανία επικοινωνίας που δημιουργούν οι διαφορετικοί κώδικες ομιλίας και έκφρασης που διαθέτουμε.
Βέβαια, τα πρώτα γεγονότα που σημάδεψαν την εφηβεία της γενιάς μου μαρτυρούσαν πως άλλη θα ήταν η πορεία μας. Αναφέρομαι στις πολύμηνες καταλήψεις των σχολείων στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στους όρκους αντίστασης που δώσαμε στο Αction Aid επαναλαμβάνοντας «get up, stand up for your rights». Ηταν όμως άλλα τα χαρακτηριστικά που καθόρισαν την ταυτότητά μας. Η έννοια της εθνικότητας συστέλλεται και μεθερμηνεύεται: είμαστε Ελληνες, αλλά κυρίως πολίτες του ευρύτερου κόσμου καθώς ζούμε, ταξιδεύουμε, σπουδάζουμε στο εξωτερικό. Νομίζω είμαστε οι πρώτοι που φέρουμε τόσο ξεκάθαρα το προνόμιο της καθολικής ορατότητας, της πρόσβασης σε όλες τις πραγματικότητες – είτε κατασκευασμένες είτε βιωμένες. Η κατάρρευση των ορίων κατά την εφηβεία και την αρχή της ενηλικίωσής μας, μάς έκανε δημιουργούς μιας νέας, ενορχηστρωμένης ασυδοσίας, κυρίαρχης από ευφορικούς μύθους που ασπαστήκαμε με ευκολία καθώς δεν υπήρχαν άλλες σταθερές και αιτήματα. Είμαστε οι αυθεντικοί κοσμοπολίτες και ταυτόχρονα οι εγκλωβισμένοι των κυρίαρχων προτύπων ζωής. Οι παντογνώστες που επενδύουμε χρόνο και προσδοκία στο συνεπές ψάξιμο του εγώ μας με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης. Νομίζω ότι γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να ενταχθούμε σε μεγάλες ομάδες συλλογικών αιτημάτων, κοινών εξεγέρσεων: το συλλογικό είναι δευτερεύον, προηγείται η συμφιλίωση με το εγώ, η επιστροφή στην σωστή άρθρωση της ταυτότητας. Θα μπορούσε κι αυτό να είναι μια μορφή εξέγερσης, μια διαρκής καταγγελία…
* H Κατερίνα Ανέστη είναι δημοσιογράφος, διευθύντρια έκδοσης στο περιοδικό Lifo.

Αλέκος Λούντζης, 31
Κοιμόμαστε με ανοιχτά τα κινητά

Χωρίς κίτρινα υποβρύχια, χωρίς στυλιζαρισμένα στερεότυπα και δημοσιογραφικά εξώφυλλα δεν υπήρξε ποτέ καμία γενιά· ούτε του Πολυτεχνείου ούτε του ελληνικού μυστακοφόρου σοσιαλισμού ούτε των επτακοσίων ευρώ ούτε όλες οι συμπλεγματικά ακατονόμαστες ενδιαμέσως· ίσως η γενιά της θαλιδομίδης μόνο… Για την πρόσφατη ιστορία, φαντάζομαι ότι είμαστε τα μόνα πραγματικά παιδιά της Ειρήνης στον 20ό αιώνα.
Για την ιστορία της επιτήρησης είμαστε εμείς που μεγαλώσαμε ξεφουρνίζοντας αδιανόητες ανοησίες στις μανάδες μας για να χαθούν τα ίχνη μας και είκοσι χρόνια αργότερα κοιμόμαστε με ανοιχτά τα κινητά μας, που άλλοι χαμογελούσαν και άλλοι ξεκαρφώναμε τις κάμερες που φύτρωσαν στους δρόμους αλλά συσπειρωμένοι φυτευτήκαμε μπροστά από μια οθόνη LCD.
Για την ιστορία της μουσικής πρέπει να είμαστε εμείς που έχουμε τα πλουσιότερα ακούσματα, που είχαμε πρόσβαση στις πιο πολλές πηγές, που κάναμε τις περισσότερες πειρατείες διακινώντας ανεξάντλητο και ασυνάρτητο υλικό ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων ότι ξεχάσαμε να δημιουργούμε συλλογές· και όποιος δεν έχει ασκηθεί στο πάθος του συλλέκτη δεν μπορεί να εκτιμήσει τα αντικείμενά του, μπορεί μόνο να τα αριθμήσει.
Αυτά για την ιστορία… Γιατί στην πραγματικότητα, μέσα στο συμπίλημα των καιρών και των πόλεων, εμείς δεν είμαστε αυτοί, όπως και οι εκείνοι με τις δημοσιογραφικές βινιέτες δεν ήταν ποτέ οι άλλοι.
Κάποιοι από εμάς μπορεί και ενίοτε να φαντασιώνουν έναν αποτελεσματικό «σεισμό», ένα μπόσικο κραχ, μια βαθιά ρωγμή στην πραγματικότητα, για να δοθεί επιτέλους και σ’ εμάς μια ευκαιρία να διακριθούμε, να αναδυθούμε από την ανωνυμία μας και να δείξουμε τι αξίζουμε στους ονοματοδότες που μας αγνόησαν. Κάποιοι άλλοι από εμάς είναι βέβαιο πως απεύχονται τέτοια ξεβολέματα και ακροβασίες και αρκούνται στην υψηλόφρυδη κριτική, όντες σίγουροι ότι το προσωπικό μας μεγαλείο δεν περικυκλώνεται από τόσο αόριστες ταξινομήσεις. Εμένα, μιας και με ρωτάτε, τριάντα ενός ετών, ανθρωπολόγο των Αθηνών και της περιφέρειας, η συγκεκριμένη σύγχυση ταυτότητας είναι το μικρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζω.
* O Αλέκος Λούντζης είναι ανθρωπολόγος. Διοικητικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου