· Στις 20 Ιουλίου του ’74 ήμασταν στη Νέα Ζίχνη παραθέριση –τότε δεν «υπήρχαν» ακόμη η Χαλκιδική ή η Ασπροβάλτα. Ο μπαμπάς πρακτόρευε για την Τράπεζα της Ελλάδος των Σερρών και εμείς παίζαμε με κάτι παιδιά, ένα άλογο, κάτι γελάδια και κάτι μαγικά –είκοσι χρόνια αργότερα έμαθα ότι ένα παιδί το λέγανε Ξάνθο, ήμασταν μαζί φαντάροι.
· Μόλις πάτησε το πόδι του ο Αττίλας, τα μαζέψαμε άρον άρον και μπήκαμε στο λεωφορείο. Εγώ τέσσερα, ο Β. τρία, ο Κ. ούτε έξι. Επιστράτευση. Άγχος, φόβος, αγωνία, κλάμα. Κι ένας στρατιώτης στις διπλανές θέσεις.
· Το απολυτήριο του μπαμπά τελικά ήταν λευκό. Έμεινε κοντά μας. Θυμάμαι τον σκοπό στην πλατεία Εμπορίου κι ένα άρμα μάχης. Δεν είχα ξαναδεί φαντάρους στην πλατεία. Κι ο θείος Σάκης στα τεθωρακισμένα, επίσκεψη στο σπίτι μας. Είναι οι πρώτες στέρεες παιδικές μνήμες μου. Τέτοια η ένταση.
· Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, είδα στην εκπομπή του Χατζηνικολάου το ντοκιμαντέρ του Κακογιάννη. Συγκλονίστηκα. Οι πρόσφυγες δεν ήταν μόνο Σέρβοι, από το βομβαρδισμένο εκείνη τη χρονιά, το 1999, Βελιγράδι. Οι πρόσφυγες μιλούσαν ελληνικά, κλαίγανε ελληνικά…
· Το 2000 παίρνω συνέντευξη τον τότε επιλοχία της ΕΛΔΥΚ Θανάση Στάικο και ανάμεσα στ’ άλλα μου μιλά για τον λοχία Τσιπινιά από τη Μεγάλη Παναγιά που δεν πρόλαβε να δει χάραμα στην Κύπρο κι ένα βόλι κακό τον βρήκε.
· Το 2006 οι «τελευταίοι ήρωες», ο Γιάννης και ο Δημήτρης μου περιγράφουν πως σώθηκαν από το μακελειό σαν από θαύμα. Η συνέντευξη που δημοσιεύτηκε σε μεγάλη εφημερίδα των Αθηνών, αναμεταδόθηκε από κυπριακές εφημερίδες.
· Να γιατί κλαίω όταν ακούω μελωδία και «Γη της λεμονιάς, της ελιάς / γη της αγκαλιάς, της χαράς / γη του πεύκου, του κυπαρισσιού / των παλικαριών και της αγάπης / Γη των κοριτσιών που γελούν / γη των αγοριών που μεθούν / γη του μύρου, του χαιρετισμού / Κύπρος της αγάπης και του ονείρου». Χαίρε Κύπρος, γη των ιδανικών!
· Σ.Σ. Τι καιρό κάνει στο Τσιρίγο; Καλό καλοκαίρι!