Διάβασα στην εφημερίδα «Καθημερινή» και στη στήλη του αξιοσέβαστου Αντώνη Καρκαγιάννη, ότι ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος του απέστειλε επιστολή σχετικά με την κυβερνητική πρωτοβουλία για τα ερευνητικά κέντρα. Έμεινα έκπληκτος. Πρώτον, διότι σκέφτηκα ότι για να απευθύνεται ένας πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας σε μια εφημερίδα, προφανώς θέλει να ακουστεί αλλά δεν έχει που αλλού να απευθυνθεί –και εννοώ κάποιον υπουργό ή πρωθυπουργό. Δεύτερον, διότι αυτό γίνεται εμφανές από το περιεχόμενο της επιστολής του, στο σημείο που γράφει: «Δέχτηκα διευθυντές του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τους άκουσα με προσοχή και επείσθηκα για όσα αναφέρω. Ας τους δεχθεί και το υπουργείο, ώστε να ακουστούν τα επιχειρήματά τους. Δεν έχουν προσωπικά συμφέροντα, μόνο την έρευνα υπηρετούν».
Τρίτον, διότι αυτή ακριβώς η ακροτελεύτια παράγραφος της επιστολής αποκαλύπτει εύγλωττα τον τρόπο πολιτικής συμπεριφοράς και λειτουργίας που χαρακτηρίζει το σημερινό πολιτικό σύστημα –και, δυστυχώς, δεν είναι φαινόμενο σημερινό ούτε αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση.
Όταν ολόκληροι διευθυντές ερευνητικών κέντρων της χώρας δεν μπορούν να συναντήσουν τον αρμόδιο υπουργό που προωθεί μεγάλες αλλαγές στο κομμάτι της αρμοδιότητάς τους, στη δουλειά τους, στη ζωή τους, αντιλαμβάνεται κανείς τι άθλος είναι να καταφέρνει ένας νομάρχης ή ένας δήμαρχος να κατεβαίνει στην Αθήνα και να γίνεται δεκτός από υπουργούς προκειμένου να λύσει προβλήματα του τόπου του.
Διάβαζα σ’ ένα blog τις προάλλες, νομίζω στα xalia, ότι ο Ωνάσης έλεγε: «Η ναυτιλία μας είναι πρώτη στο κόσμο, γιατί αυτοί που την έφτασαν στη κορυφή βρίσκονται στο εξωτερικό, μακριά από την έπαρση και τη διαφθορά των πολιτικών...». Ότι ο κομματισμός και η γραφειοκρατία στέκουν εμπόδιο στην πρόοδο της Ελλάδας. Μεγάλες αλήθειες. Απλές αλλά μεγάλες.
Αυτό που ζητά με την επιστολή του ο πρώην πρόεδρος μοιάζει αυτονόητη υποχρέωση για την πολιτεία. Όμως, ποιος να δεχθεί τους διευθυντές για τους οποίους παρακαλά ο κ. Στεφανόπουλος όταν για να κλείσουν ραντεβού πρέπει να συνεννοηθούν πρώτα με ταλαντούχους αφισοκολλητές, με πιστά κομματόσκυλα και με πολύτιμες γαλαζοπράσινες μηδαμινότητες;
Στην Ελλάδα του 2000 –και βάλε- η μαγκιά δεν είναι να γίνεις καλός μαθητής, καλός φοιτητής, καλός στη δουλειά σου. Η μαγκιά είναι να έχεις στο βιογραφικό σου κομματικούς αγώνες, να ‘σουνα στέλεχος πειθήνιο και πρόθυμο να δουλέψει για το κόμμα. Η μαγκιά είναι να σου κάτσει το «στρατόπεδο», να ‘σαι το «παιδί» κάποιου βαρώνου ή βαρωνίσκου κι ας τον λένε Βουλγαράκη. Να ‘σαι π.χ. ή με τους «καραμανλικούς» ή με τους «μπακογιαννικούς», όπως συμβαίνει στον «πόλεμο» της ΟΝΝΕΔ. Με απλά λόγια, να ‘σαι ένα πρόβατο –κουρεμένο ή ακούρεφτο δεν έχει σημασία- στο μαντρί. Τότε μπορεί να γίνεις κάποτε ακόμα και κριάρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου