Το κείμενο που ακολουθεί το δημοσίευσα στην εφημερίδα "Έθνος" τον Ιούλιο του 2006. Είναι τρεις συγκλονιστικές μαρτυρίες πολεμιστών της ΕΛΔΥΚ ‘74, μια υπόθεση που παραμένει ταμπού και παρεξηγημένη.----------------------------
"Ο αγώνας δεν σταμάτησε. Οι αρτιμελείς δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται για τους τραυματισμένους προκειμένου να φροντίσει η πολιτεία έστω όσους έμειναν τελείως ανήμποροι μετά τον πόλεμο στην Κύπρο"
"Μέσα από αυτά τα γεγονότα εγώ σα νέος δεν έζησα. Αναγκάστηκα να σκέφτομαι σαν πενηντάρης, να ζω με ορισμένα πράγματα που ήταν μόνο για τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να τα εξωτερικεύσω τότε διότι κανείς δεν θα με καταλάβαινε”. Αυτή ήταν η κατακλείδα της συγκλονιστικής αφήγησης του Γιάννη Χατζηπαρασκευαΐδη, δεκανέα της 105 σειράς, στο 2ο Λόχο της ΕΛΔΥΚ, που πολέμησε στην πρώτη γραμμή κατά τη δεύτερη κυρίως φάση της τουρκικής εισβολής στη «γη της λεμονιάς, της ελιάς», στην Κύπρο το 1974.
Το να ακούς έναν από τους τελευταίους Έλληνες που έδωσαν τον εαυτό τους για την πατρίδα να μιλά γι’ αυτό που έζησε, είναι ούτως ή άλλως μοναδική εμπειρία. Ιδίως όταν πρόκειται για ανθρώπους παραμελημένους από πατρίδα - πολιτεία – κράτος, για ιστορίες θαμμένες χάριν σκοπιμότητας στα συρτάρια της συλλογικής μνήμης, όταν πίσω από την πίκρα κρύβονται μεταπολεμικά ανθρώπινα δράματα.
Όταν γύρισαν στην Ελλάδα οι Ελλαδίτες πολεμιστές, έχοντας γράψει ηρωικές στιγμές αυτοθυσίας αποκλειστικά για ανιδιοτελή “ιδανικά”, εννιά μήνες μετά το μακελειό της 16ης Αυγούστου, αντί για τιμές και δόξες αποβιβάσθηκαν στο Λουτράκι ενώπιον… τελωνειακών υπαλλήλων που βρέθηκαν εκεί για να τους ελέγξουν! Το γεγονός προδιέγραφε και τη συνέχεια. Έπρεπε να περάσουν 24 χρόνια για να άρει η επίσημη Ελλάδα τη ρετσινιά του “πραξικοπηματία” από πάνω τους και να αναγνωρίσει ρηματικά (χωρίς κανένα προνόμιο ή δικαίωμα) το αυτονόητο –την ίδια την Ιστορία: ότι συμμετείχαν “από 20-7-1974 έως 20-8-1974 στη ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων το 1974 στην Κύπρο”. Χάρη στον Σύνδεσμο Βορειοελλαδιτών Πολεμιστών ΕΛΔΥΚ ’74 και στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλο, ο οποίος “πέρασε” από τη Βουλή το νόμο 2641/1998.
Ο αγώνας δεν σταμάτησε. Οι αρτιμελείς δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται για τους τραυματισμένους προκειμένου να φροντίσει η πολιτεία έστω όσους έμειναν τελείως ανήμποροι μετά τον πόλεμο στην Κύπρο. Κάπου φαίνεται να δικαιώνονται. Ήδη δικαιούνται, κατ’ εξαίρεση και κατά προτίμηση, διορισμό στο Δημόσιο για τους ίδιους ή ένα ενήλικο μέλος της στενής τους οικογένειας, ενώ στις 10 Οκτωβρίου αναμένεται να τους αποδοθούν μετάλια από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Επίσης, πριν από λίγους μήνες κατοχύρωσαν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη από τα στρατιωτικά νοσοκομεία της χώρας όσοι παραμένουν ανασφάλιστοι. Ωστόσο, θα συνεχίσουν να διεκδικούν όλα τα ευεργετήματα που ορίζουν οι σχετικοί νόμοι περί συμμετεχόντων στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως χρονικού περιορισμού.
Περί τους πενήντα, αισθανόμενοι δικαίως αδικαίωτοι, ήδη προχώρησαν σε αγωγές με αίτημα να τους καταβληθεί αποζημίωση για ηθική βλάβη, καθώς 32 χρόνια μετά το 1974 η πολιτεία εξακολουθεί να τους αγνοεί. Το δρόμο άνοιξε απόφαση του πρωτοδικείου Αθηνών, που δικαίωσε καταδρομέα καλώντας το Δημόσιο να του καταβάλει αποζημίωση 100.000 ευρώ. "…Η συμπεριφορά των οργάνων της ελληνικής πολιτείας απέναντί τους (…) ήταν κατάφωρα αντίθετη προς τις συνταγματικές εκείνες διατάξεις που επιβάλλουν το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου", αναφέρεται στην απόφαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την απόλυσή τους από το στρατό, τα πιστοποιητικά της στρατολογίας δεν ανέφεραν το παραμικρό "για την πολεμική τους δράση και την παρουσία τους στην Κύπρο, αντιθέτως προέκυπτε ότι υπηρέτησαν και απολύθηκαν από το στρατό ολοκληρώνοντας αδιαλείπτως τη στρατιωτική τους θητεία ειρηνικά στην Ελλάδα"!
Οι μαρτυρίες
Τρεις σειρές ενεπλάκησαν στα γεγονότα: η 103 που αναχώρησε «οριστικά» για την Ελλάδα στις 19 Ιουλίου και αναγκάστηκε να επιστρέψει την 21η Ιουλίου, η 105 που έφτασε εκεί τον Ιανουάριο του ’74 και η 107 που κατέφθασε στη Μεγαλόνησο ως «απαλλαγή» της 103 στις 19 Ιουλίου το μεσημέρι και το ξημέρωμα της επομένης μπήκε στον πόλεμο. Σύνολο 1.168 «αγνώστων στρατιωτών» της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου και 150 περίπου αξιωματικών.
Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων της 20-22 Ιουλίου και 14-16 Αυγούστου 1974, του Αττίλα 1 και του Αττίλα 2, χρησιμοποιούν ακόμη στρατιωτική ορολογία, διατηρούν πλήρως την αίσθηση του καθήκοντος κι όταν πηγαίνουν στην Κύπρο βλέπουν ακόμη «το στρατόπεδο, το ΚΨΜ, τον Αϊγιώργη»… Τρεις από αυτούς έδωσαν πληροφορίες στο «Έθνος», θυμήθηκαν ονόματα και γεγονότα, ανέσυραν από τα συρτάρια τους σπάνιες φωτογραφίες.
Ο
Γιάννης Χατζηπαρασκευαΐδης, 55 ετών σήμερα, είναι επιχειρηματίας, παντρεμένος με δύο παιδιά. Δεκανέας της 105 σειράς έφτασε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974. Έχοντας την ειδικότητα του σιτιστή, τοποθετήθηκε στο 2ο Λόχο της ΕΛΔΥΚ ως συσσιτιάρχης. Συμμετείχε σε όλες σε όλες τις μάχες που έγιναν μέσα στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Οι δικοί του έμαθαν ότι ζει στις 21 Αυγούστου, όταν έδωσε συνέντευξη στο ΡΙΚ. Λόγω ενός οικογενειακού προβλήματος υγείας, αναχώρησε με άδεια στις 19 Ιουλίου για την Ελλάδα μαζί με την 103 σειρά.
«Αποβιβαστήκαμε στην Πάφο κατά τις 3.30’ το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου. Από κει αναχωρήσαμε τη νύχτα και στις 21 Ιουλίου βρεθήκαμε στο στρατόπεδο, αργά το βράδυ. Στις 12 τα μεσάνυχτα μας δώσανε κάτι όπλα, τα FN για πρώτη φορά, όμως δεν υπήρχαν κράνη… Αλλά δεν γράφονται αυτά…
-Κάποια στιγμή συνάντησα τον αρχιλοχία Μπενάκη αλλά δεν έμεινα κοντά του. Εάν έμενα εκεί… Δυο παιδιά έμειναν δίπλα του και την άλλη μέρα έπεσε μια ναπάλμ και τους έκαψε…
-Στις 22 Ιουλίου, γύρω στις 10.30’, ήρθε ένα σήμα ότι χτυπήθηκαν δυο παιδιά της 107 από τη Δεσκάτη Γρεβενών, ο
Παπατσάνης Αθανάσιος και ο
Χαλατσής. Πίσω από τα ορύγματα υπήρχε μια λάκα κι εκεί μέσα είχε πέσει ένας όλμος και τους είχε πετσοκόψει. Αυτό που είδα δεν περιγράφεται, δεν θα επεκταθώ περισσότερο γιατί αυτό που ζω από τότε όντως είναι κάτι πολύ ειδικό.
-Αυτό που έγινε στις 14, 15 και 16 Αυγούστου δεν περιγράφεται. Με βρήκε μέσα στο στρατόπεδο. Ήμασταν μόνο δυο λόχοι, ο 2ος και ο 4ος λόχος και ο Λόχος Διοικήσεως λίγο έξω από το στρατόπεδο. Ήμασταν οι προκεχωρημένοι.
Ήταν 13 το βράδυ – 14 το πρωί, έκανα έφοδο γύρω στις 4.30’ το πρωί. Τότε είδαμε τα πρώτα αναγνωριστικά αεροπλάνα. Δεν είχαμε επικοινωνία με τα άλλα ορύγματα. Δεν θέλω να σου πω πως επικοινωνούσαμε. Ντρέπομαι. Ειλικρινά στο λέω. Είναι ντροπή για το ελληνικό κράτος. Αλλά αυτή είναι και η πραγματικότητα. Επειδή δεν ήταν συνεχόμενα τα ορύγματα, επικοινωνούσαμε με ένα σύρμα και με έναν τενεκέ. Αλλά αυτό κάποια στιγμή μας πρόδωσε. Γιατί από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκαν τα σύρματα και αν δεν βρισκόταν ο δεκανέας
Θανόπουλος Νικόλαος να μας ειδοποιήσει -εμένα και τον δεκανέα Βιτζηλαίο Μιχάλη- ότι υποχωρούμε δεν θα γλιτώναμε με τίποτα.
-15 Αυγούστου, στο διπλανό πολυβολείο, ο
Μπαγιώργος Παναγιώτης. Τελείωσε η αρμάθα, σηκώνεται να πάρει καινούρια και του ‘ρχεται η σφαίρα στο μέτωπο…
-Όταν στις 16 του μηνός κάναμε αναφορά και είδαμε τις απώλειες υπήρχαν δυο παιδιά που δεν γνωρίζαμε αν σκοτώθηκαν ή ήταν αγνοούμενοι. Τι έγινε μ’ αυτούς; Στην προσπάθειά τους να πάρουν το πολυβόλο ήρθαν οι Τούρκοι και αυτοί κάνανε τους νεκρούς. Μετά τις 12 το βράδυ πέρασαν τις γραμμές τους και επέστρεψαν σε μας! Τα ονόματά τους ήταν
Αθανασιάς Παναγιώτης, λοχίας από την Λάρισα, και
Γυφτάκης Αναστάσιος.
-Στις 16 Αυγούστου, υποχωρώντας φτάσαμε στην πύλη του Συντάγματος όπου συναντήσαμε έναν ολόκληρο λόχο. Φορούσαμε αμερικάνικες στολές, όπως και οι Τούρκοι, κι ο υπολοχαγός Κόλιας, που ήταν επικεφαλής του συγκεντρωμένου λόχου, για να μπερδέψει τους Τούρκους έκανε νόημα ότι καταλάβαμε το στρατόπεδο. Έτσι σωθήκαμε. Θέλω να πω ότι ο
Γιάννης Κόλιας ήταν από τους αξιωματικούς που πολέμησαν αλλά στη συνέχεια αδικήθηκαν».
Ο λοχίας
Θανάσης Στάικος από τη Βέροια, στα 21 του χρόνια, αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974 με την 105 σειρά. Είχε καθήκοντα επιλοχία στον 4ο Λόχο και συμμετείχε σε όλες της μάχες της ΕΛΔΥΚ. Σήμερα είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Βορειοελλαδιτών Πολεμιστών της ΕΛΔΥΚ ’74. Είδε πολλούς συντρόφους του να πέφτουν στο πεδίο της μάχης, όπως για παράδειγμα τον
λοχία Τσιπινιά από την Παναγιά Χαλκιδικής «που ήρθε στις 19 Ιουλίου στην Κύπρο, με την 107 σειρά, και στις 20 το βράδυ σκοτώθηκε δίπλα μου». Για το νεαρό αυτό παιδί, στις 13 του προσεχούς Αυγούστου, θα στηθεί στο χωριό του, μια τιμητική αναθηματική στήλη, έργο του Συνδέσμου με την υποστήριξη του κυπριακού προξενείου της Θεσσαλονίκης και του τοπικού δήμου ως ελάχιστη δικαίωση για τους πεσόντες. Ο Στάικος θυμάται τους συμπολεμιστές του…
“Πιστεύω ότι ο
Κουτρούλης Στέφανος από το Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής με τον
δεκανέα Ξένο Θεόδωρο, που θεωρούνται αγνοούμενοι, σκοτώθηκαν στις 16 Αυγούστου όταν μια βόμβα έπεσε στην αποθήκη πυρομαχικών. Την ίδια μέρα, ο
αρχιλοχίας Σκαμπαρδώνης και ο
Κελέσης Παύλος έχασαν τη ζωή τους ενώ βρισκόταν στο παρατηρητήριο, κατά την σφοδρή επίθεση των Τούρκων. Επίσης, ο
Κωνσταντίνος Κέντρας από το Άργος Ορεστικό έπεσε το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου κάτω από τις ερπύστριες”. Και ο Στάικος έχει την άποψη ότι δεν υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι ΕΛΔΥΚάριοι: “Οι δικοί μας στρατιώτες είναι νεκροί μη αναγνωρισθέντες. Παραδώσανε οι Τούρκοι νεκρούς αλλά δεν έγινε αναγνώριση”.
Ο πόλεμος, όπως κάθε δύσκολη στιγμή, γεννά μια αμυντική ευδιαθεσία με αποτέλεσμα ιστορίες που ακόμη και τώρα τις θυμούνται, με γέλια και κλάματα. “Ο
Βενιανάκης Γιώργος από την Κρήτη, ο
Κωστακόπουλος Χαράλαμπος από τη Λιβαδειά κι άλλος ένας που δεν θυμάμαι τα’ όνομά του, στις 15 Αυγούστου βρισκόταν στο διπλανό από το δικό μου πολυβολείο. Κάποια στιγμή έπεσαν όλμοι και βλήματα πυροβολικού επάνω στο πολυβολείο του και το χώμα, τα θραύσματα και τα συντρίμια τους σκέπασαν τραυματισμένους. Κι όμως με γέλια μου φώναζε “Επιλοχία, έλα να με βγάλεις!”. Και τους έβγαλα με γέλια, αν το πιστεύεις… Εμείς που πήραμε τον πόλεμο στην πλάκα, τελικά γλιτώσαμε τα ψυχολογικά”.
Τραγική η ιστορία του
υπολοχαγού Σωτήρη Τσώνου. “Στην επίθεση που κάναμε το ξημέρωμα της 21ης Ιουλίου στο Κιόνελι, μια ριπή θέρισε τον υπολοχαγό Τσώνο στην κοιλιά. Αργότερα, ο διοικητής Ανδρουτσόπουλος με έστειλε με τον οδηγό
Σωτήρη Βήτα από την Καρδίτσα να γυρίσω όλα τα νοσοκομεία και τις κλινικές της Λευκωσίας για να δω την κατάσταση των τραυματιών μας. Σ’ ένα δωμάτιο μεγάλο είδα τον Τσώνο για τελευταία φορά. Μιλήσαμε, μου είπε “όλα καλά”. Λίγο αργότερα έμαθα ότι πέθανε. Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε. Εάν υπήρχε σωστή ιατρική περίθαλψη, ο Τσώνος θα γλίτωνε”.
Ο
Δημήτρης Βλάχος σήμερα είναι 55 ετών. Αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974 με την 105 σειρά. Στα 23 του χρόνια κατατάχθηκε εξ αναβολής, λόγω φοίτησης στον Ευκλείδη –σπούδαζε χημικός. Έχοντας την ειδικότητα του πυροτεχνουργού, τοποθετήθηκε στο Λόχο Διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ ως αποθηκάριος.
«Είχαμε χρεωμένα σε μια αποθήκη χίλια FN762, τα οποία ήταν της Εθνοφρουράς, και τέσσερις όλμους 4 και 2 ιντσών, αλλά δεν είχαμε βλήματα γι’ αυτούς τους όλμους. Το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου άνοιξε η πόρτα της αποθήκης ξαφνικά. Ποιος την άνοιξε δεν ξέρω, μπράβο του όμως. Και πήραμε όπλα και τα χορηγήσαμε στην 103 σειρά. Δεν ήξερε, όμως, κανείς να χειριστεί το FN. Το ήξερα μόνο εγώ λόγω ειδικότητας. Τους μάζεψα εκεί μπροστά στη Διαχείριση και τους έδειξα πως λειτουργεί, πως ξεμπλοκάρει κλπ.
-Την Τετάρτη 14 Αυγούστου το πρωί οι Τούρκοι ξαναχτύπησαν. Στο στρατόπεδο είχαν μείνει μόνο ο 2ος και ο 4ος λόχος και ο Λόχος Διοικήσεως στο Ύψωμα Α’ έξω από το στρατόπεδο, αλλά στην πρώτη γραμμή. Η διοίκηση είχε φύγει και οι άλλοι λόχοι διασκορπίστηκαν αλλού. Από 1.000 και πλέον που ήμασταν στην α’ φάση τώρα ήμασταν περίπου 400. Οι Τούρκοι κάνανε πάρα πολλές επιθέσεις τις οποίες αποκρούαμε και είχαν πολλά θύματα. Κι εμείς είχαμε αρκετά θύματα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί άφησαν έναν Λόχο Διοικήσεως στην πρώτη γραμμή…
-Την Πέμπτη ήταν της Παναγίας. Είχαν κοπάσει λίγο τα πράγματα, ακούγαμε ότι θα έρθουν ελληνικά αεροπλάνα να μας βοηθήσουν αλλά… τίποτα… διαδόσεις.
-Την Παρασκευή 16 Αυγούστου έγινε ο χαμός. Εγώ ήμουν κοντά στον διοικητή του Λόχου Διοικήσεως τον Δελή και καθώς τα άρματα είχαν φτάσει στα 200 μέτρα από μας, έδωσε διαταγή να φύγουμε. Αλλά την διαταγή αυτή όσοι την άκουσαν την άκουσαν γιατί δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ μας… Όταν υποχωρούσαμε οι όλμοι πέφτανε βροχή. Κι εκεί σκοτωθήκανε πολλά παιδιά, όπως ο Κρητικός
Μάριος Βολανάκης και ο ΚΨΜτζής
Σίμιτας που ήταν κινηματογραφιστής.
-Αυτούς που σκότωσαν οι Τούρκοι στη β’ φάση τους μαζέψανε στο στρατόπεδο και μετά από 5-6 μέρες ειδοποίησαν για αναγνώριση. Με 45-50 βαθμούς Κελσίου, μετά από τόσες μέρες και κάποιος που δεν ήξερε τα παιδιά πως να τους αναγνωρίσει; Αναγνώριση δεν έγινε, τους φορτώσανε με μπουλντόζα, τους ρίξανε σε φορτηγά και τους θάψανε ομαδικά.
-Στις 15 Αυγούστου το βράδυ, μόλις είχε σουρουπώσει, κι εκεί στα ορύγματα κάναμε καλαμπούρια, εγώ τους έλεγα «δεν σκοτώνομαι». Τους λέω «να πιαστώ αιχμάλωτος στους Τούρκους αποκλείεται. Θα κρατήσω μια σφαίρα για τον εαυτό μου, ή θα γυρίσω το αυτόματο πάνω τους και θα με καθαρίσουν». Δώσαμε, λοιπόν, όρκο εκείνο το βράδυ στις 15, της Παναγίας, ότι δεν θα πιαστούμε αιχμάλωτοι. Και πιστεύω ότι όπως εγώ θα τον τηρούσα, τον τήρησαν και τα παιδιά. Και όλοι αυτοί που νομίζουν, όπως οι συγγενείς
του Γιάννη του Ξυδιά από την Καλαμάτα, ότι είναι αγνοούμενοι δε νομίζω… θα τους βρούνε με το DNA”.
FOTO: @Από το αρχείο των Θ. Στάικου και Δ. Βλάχου / Δεξιός ταβλαδόρος ο Θανάσης Στάικος (επάνω φωτό), πάνω αριστερά ο Δημήτρης Βλάχος (κάτω φωτό).