«Μακεδονία, το τελευταίο χειρόγραφο» (εκδ. Κυριακίδη, σελ. 432, 2007) είναι ο τίτλος του τρίτου βιβλίου του παλαίμαχου δημοσιογράφου της Θεσσαλονίκης Νίκου Βουργουτζή. Άνθρωπος που αγάπησε σφόδρα τη δημοσιογραφία, κλασικός εφημεριδάς, μας δίνει ένα αυτοβιογραφικό εν πολλοίς έργο, μια σούμα μαρτυριών που είτε έζησε ο ίδιος είτε άκουσε από τους παλαιότερους στα χρόνια που εργαζόταν στο Βελλιδέικο.
Με τρόπο αφηγηματικό, θαρρείς και διαβάζουμε λογοτεχνία, μας δίνει πληροφορίες από τα χρόνια της ίδρυσης της εφημερίδας «Μακεδονία» μέχρι και το κλείσιμό της το 1996, λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Μιλά με ονόματα, δίνει τη δική του κατάθεση για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στον σαλονικιώτικο Τύπο μεταπολεμικά, παρά το γεγονός ότι ξέρει πως θα προκληθούν αντιδράσεις. Μόνο υπαινικτικά, ωστόσο, για το σήμερα, αν και συμμετείχε στην επανέκδοση της «Μακεδονίας» στις 29 Μαρτίου 1998, ως σύμβουλος έκδοσης. Παρά ταύτα, οι απόψεις του είναι γνωστές και για πρόσωπα και για καταστάσεις του σήμερα, σε όσους έχουμε την τιμή και τη χαρά να συζητάμε μαζί του. Και αυτές -έχω την εντύπωση ότι- συνοψίζονται στη σελίδα 424 (ακολουθούν αποσπασματικά χωρία).
Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο αποτελεί μια μαρτυρία πολύτιμη για μια εποχή που η δημοσιογραφία -όπως και πολλά άλλα- ήταν αλλιώς. Κύριε Νίκο, σ’ ευχαριστούμε για τα μαθήματα ήθους, εργατικότητας και δημοσιογραφίας…
«Από τότε ο Τύπος της Θεσσαλονίκης και γενικότερα όλα τα μέσα ενημέρωσης έχασαν την ορμητικότητα, τη σπιρτάδα, την ποιότητα, την πλήρη κάλυψη των γεγονότων, το ‘‘αρμονικό στήσιμο’’ των σελίδων και το διεκδικητικό χαρακτήρα που είχαν τα συγκροτήματα του Γιάννη Βελλίδη (…)
Το έλεγε, λες και πρόβλεπε τι θα συμβεί, εκείνος ο απλός συνάδελφός μας, ο αξιαγάπητος θυμόσοφος Αντώνης Πάντζιος: «Και η γιαγιά μου έκανε καλό μπακλαβά αλλά δεν ήτανε ζαχαροπλάστης». Τι προκάλεσε αυτή την ακάθεκτη εισβολή; Και γιατί η ανοχή; Από αρκετές πλευρές της κοινωνίας, ταυτίζεται πλέον η δημοσιογραφία με το θράσος ή την αμορφωσιά. Ο γλωσσικός ορίζοντας, αντί να διευρυνθεί, συρρικνώνεται και η πληροφορία, που αποτελεί την πρώτη ύλη του δημοσιογράφου, περιορίζεται στο ελάχιστο. Ο ένας κατηγορεί τον άλλον, κι όλοι μαζί ανοίγουν το λάκκο, όπου θα καταποντιστούν (…).
Το παρήγορο είναι πως, αν κοσκινίσεις το σωρό, θα βρεις πολλά διαμάντια της δημοσιογραφίας. Συναδέλφους σαν εκείνους της γενιάς μας, με περισσότερες γνώσεις και περισσότερες ικανότητες. Αλλά, όπως υποστηρίζεται από πολλούς, έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία που τη συνθέτουν οι μετριότητες. Αυτές οι μετριότητες κρατούν στο περιθώριο τους ικανούς δημοσιογράφους και δεν τους αφήνουν να σηκώσουν κεφάλι. Βλέπω τους τελευταίους και αισθάνομαι το χτυποκάρδι εκείνο που ταυτίζεται με τους χρόνους της δικής μας νιότης. άντρες και γυναίκες, νεαρής ηλικίας, που γνωρίζουν τη γλώσσα, γραπτή και προφορική, να ακολουθούν τους πυροσβέστες ενώ οι φλόγες πλησιάζουν απειλητικά, να βρίσκονται δίπλα στους αστυνομικούς που προσπαθούν να εξιχνιάσουν κάποιο έγκλημα, να περιμένουν ώρες έξω από το σπίτι κάποιου πολιτικού, μέσα στην παγωνιά, να διανύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα με το δικό τους αυτοκίνητο και να μην επιτυγχάνουν τίποτα, γιατί η ‘‘πληροφορία’’ του αρχισυντάκτη ήταν λανθασμένη, ή να πέφτουν πάνω στις απαγορεύσεις της αρχής προσωπικών δεδομένων (…).
Κάποια μέρα, είναι βέβαιο αυτό, οι φυγόπονοι και οι μέτριοι θα απομακρυνθούν και θα επικρατήσουν οι ικανοί. Τότε, θα έρθει η άνοιξη της δημοσιογραφίας. Γιατί ο καλός δημοσιογράφος της εφημερίδας, προσαρμόζεται εύκολα και γίνεται καλός, τόσο στο ραδιόφωνο, όσο και στην τηλεόραση. Οι ‘‘φυτευτοί’’ δεν είναι δυνατόν να έχουν μεγάλη επαγγελματική ζωή. Κι αυτό είναι παρήγορο γιατί τότε θα συντελεστεί η κάθαρση».
7Απρ2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου