Το θέμα μας είναι «H Θεσσαλονίκη με τα μάτια ενός ξένου». Για πόσο όμως παραμένει κανείς ξένος στη Θεσσαλονίκη; Η πόλη έχει μια απίστευτη δύναμη να σε παρασέρνει στους δικούς της ρυθμούς, να σε κάνει κομμάτι της δικής της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας. Οι άνθρωποι είναι τόσο άμεσοι και εγκάρδιοι που πολύ σύντομα σε κάνουν νοιώθεις σαν στο σπίτι σου. Η πρωτοχρονιά, το καρναβάλι, η νηστεία, η Μεγάλη Εβδομάδα, οι καλοκαιρινές „ιεροτελεστίες“ στις καφετέριες με τα τραπεζάκια έξω, οι αποδράσεις στη Χαλκιδική, η Έκθεση και τα Δημήτρια το Σεπτέμβρη, ο Άγιος Δημήτριος, οι εθνικές γιορτές, τα Χριστούγεννα, όλα αυτά έτσι όπως βιώνονται στη Θεσσαλονίκη, δείχνουν μια βαθειά ριζωμένη παράδοση, πράγμα ασυνήθιστο για τη σύγχρονη εποχή. Και η παράδοση είναι πηγή χαράς και δύναμης. Μόλις έχουν περάσει οι γιορτές και ο ξένος σκέφτεται ήδη το επόμενο Πάσχα, τον πένθιμο ήχο της καμπάνας του Αγίου Παντελεήμονα τη Μεγάλη Παρασκευή, τις βαρυσήμαντες λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και το τέλος της νηστείας, τη μαγειρίτσα, το κοκορέτσι, το κατσικάκι. Ξαναβλέπει νοερά μπροστά του τους πολλούς φίλους και γνωστούς που αντάλλαξε το «Χριστός Ανέστη» Αληθώς Ανέστη“ και γιόρτασε μαζί τους.
Θεσσαλονίκη σημαίνει και παρέες που συζητούν και διασκεδάζουν. Η παρέα και η κουβέντα είναι από τις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου. Σύμφωνα με σχετική μελέτη το πρώτο πράγμα που κάνουν οι μετανάστες σε μια ξένη χώρα είναι να προμηθευτούν τηλέφωνα για να καλύψουν το κενό της άμεσης προσωπικής επικοινωνίας. Η Θεσσαλονίκη κουβεντιάζει: στο τραπέζι, στο δρόμο, στη θάλασσα. Στη Θεσσαλονίκη νοιώθεις ανθρώπινη ζεστασιά.
Σε καμιά άλλη πόλη απ΄ αυτές που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα στη ζωή μου δεν αλλάζει τόσο το σκηνικό με τον καιρό, όσο στη Θεσσαλονίκη. Τις γκρίζες μέρες η πόλη μεταμορφώνεται σε Ρουρ, Βρυξέλλες και Λιλλ. Άλλες φορές, με το Θερμαϊκό να μοιάζει με λίμνη που αγγίζει τον Όλυμπο, νομίζεις πως βρίσκεσαι στις Άλπεις. Όταν ο ουρανός είναι αίθριος, η υγρασία επηρεάζει το τοπίο: Το καθαρό κλασσικό ελληνικό φως δίνει τη θέση του στο χαρακτηριστικό για τη μεσογειακή Ευρώπη τρεμοπαίξιμο της θάλασσας. Κι΄ όταν η υγρασία γίνεται αποπνικτική, ξυπνούν αναμνήσεις από το Σάο Πάολο…
Και μια που μιλάμε για τη Βραζιλία: Από αυτό το καλοκαίρι θα υπηρετώ στο Ρεσίφ στη χώρα της σάμπας και της νοσταλγίας („Saudade“). Ήδη από τώρα νοιώθω πως νοσταλγώ αφάνταστα τη Θεσσαλονίκη. Οι Βραζιλιάνοι λένε ότι το μόνο που μπορείς να κάνεις για να νικήσεις τη μεγάλη νοσταλγία είναι να τη σκοτώσεις („matar“).Αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερο να γυρίσεις πίσω. Όπως σε μια χαμένη αγάπη…
Θεσσαλονίκη σημαίνει και παρέες που συζητούν και διασκεδάζουν. Η παρέα και η κουβέντα είναι από τις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου. Σύμφωνα με σχετική μελέτη το πρώτο πράγμα που κάνουν οι μετανάστες σε μια ξένη χώρα είναι να προμηθευτούν τηλέφωνα για να καλύψουν το κενό της άμεσης προσωπικής επικοινωνίας. Η Θεσσαλονίκη κουβεντιάζει: στο τραπέζι, στο δρόμο, στη θάλασσα. Στη Θεσσαλονίκη νοιώθεις ανθρώπινη ζεστασιά.
Σε καμιά άλλη πόλη απ΄ αυτές που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα στη ζωή μου δεν αλλάζει τόσο το σκηνικό με τον καιρό, όσο στη Θεσσαλονίκη. Τις γκρίζες μέρες η πόλη μεταμορφώνεται σε Ρουρ, Βρυξέλλες και Λιλλ. Άλλες φορές, με το Θερμαϊκό να μοιάζει με λίμνη που αγγίζει τον Όλυμπο, νομίζεις πως βρίσκεσαι στις Άλπεις. Όταν ο ουρανός είναι αίθριος, η υγρασία επηρεάζει το τοπίο: Το καθαρό κλασσικό ελληνικό φως δίνει τη θέση του στο χαρακτηριστικό για τη μεσογειακή Ευρώπη τρεμοπαίξιμο της θάλασσας. Κι΄ όταν η υγρασία γίνεται αποπνικτική, ξυπνούν αναμνήσεις από το Σάο Πάολο…
Και μια που μιλάμε για τη Βραζιλία: Από αυτό το καλοκαίρι θα υπηρετώ στο Ρεσίφ στη χώρα της σάμπας και της νοσταλγίας („Saudade“). Ήδη από τώρα νοιώθω πως νοσταλγώ αφάνταστα τη Θεσσαλονίκη. Οι Βραζιλιάνοι λένε ότι το μόνο που μπορείς να κάνεις για να νικήσεις τη μεγάλη νοσταλγία είναι να τη σκοτώσεις („matar“).Αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερο να γυρίσεις πίσω. Όπως σε μια χαμένη αγάπη…
Norbert Harald Nadolski
[δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Μακεδονία της Κυριακής",
στη στήλη "Φωτοθήκη",
στις 22-4-2007]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου